Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

1.  Η σημασία των ποταμών ως υγροτόπων.

Οι ποταμοί εντάσσονται στους υγροτόπους σύμφωνα και με τον ευρύτερα αποδεκτό ορισμό της «Σύμβασης για τους Υγροτόπους Διεθνούς Σημασίας Ειδικά ως Ενδιαιτήματος για Υδρόβια Πουλιά» (1971), γνωστής απλώς και ως Σύμβασης Ραμσάρ. Η σύμβαση αυτή που υπεγράφη το 1971 στην πόλη Ραμσάρ της Περσίας και άρχισε να ισχύει το 1975, ορίζει ως υγροτόπους περιοχές φυσικές ή μη, που κατακλύζονται από νερό μόνιμα ή περιοδικά. Το νερό αυτό είναι επιφανειακό ή υπόγειο, στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό, ή ακόμη και θαλασσινό νερό, το βάθος του οποίου δεν ξεπερνά τα 6 μέτρα κατά την αμπώτιδα. Οι υγρότοποι μπορεί να είναι παράκτιοι, εσωτερικοί ή τεχνητοί. Τα ποτάμια ή οι σχηματισμοί που δημιουργούνται από τα νερά των ποταμών συμμετέχουν και στις τρείς κατηγορίες. Έτσι στους παράκτιους υγροτόπους περιλαμβάνονται οι εκβολές και τα Δέλτα ποταμών, στους εσωτερικούς κατατάσσονται τα ρυάκια και ο κύριος ρούς των ποταμών καθώς και υγρότοποι που μπορεί να σχηματίζονται παράπλευρα, λόγω της υπερχειλίσεώς τους (υγρολίβαδα, καλαμώνες, παραποτάμια δάση, έλη ή βάλτοι). Τεχνητοί υγρότοποι δημιουργούνται κατά την κατασκευή φραγμάτων (ταμιευτήρες νερού, τεχνητές λίμνες) αλλά και από άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες μέσα στα ποτάμια, όπως ριζοκαλλιέργειες, ιχθυοκαλλιέργειες, στραγγιστικές τάφροι κλπ (WWF-Ελλάς, 1993). Η Σύμβαση Ραμσάρ καλεί τις υπογράφουσες χώρες (το 1992 ήταν 66) να συντηρούν τους υγροτόπους τους, να τους διαχειρίζονται ορθολογικά (αειφορικά) και να κηρύξουν ειδικές υγροτοπικές περιοχές ως προστατευόμενες. Οι χώρες που την υπογράφουν συμφωνούν πρώτα απ’ όλα στα ακόλουθα:

  • Αναγνωρίζουν την αλληλοεξάρτηση του Ανθρώπου με το περιβάλλον του.
  • Θεωρούν ότι οι θεμελιώδεις λειτουργίες των υγροτόπων είναι ρυθμιστικές των υδατικών καθεστώτων και ότι οι υγρότοποι είναι ενδιαιτήματα χαρακτηριστικής χλωρίδας και πανίδας, ειδικά δε υδρόβιας ορνιθοπανίδας.
  • Έχουν την πεποίθηση ότι οι υγρότοποι είναι πόρος με μεγάλη αξία από άποψη οικονομική, πολιτιστική, επιστημονική και αναψυχής, η απώλεια των οποίων δεν είναι δυνατό να αποκατασταθεί.
  • Επιθυμούν να αναχαιτίσουν την καταπάτηση και απώλεια υγροτόπων τώρα και στο μέλλον.
  • Αναγνωρίζουν ότι τα υδρόβια πουλιά, επειδή κατά τις εποχιακές μεταναστεύσεις τους είναι δυνατόν να περνούν σύνορα κρατών, πρέπει να θεωρούνται ως διεθνής πόρος.
  • Έχουν την πεποίθηση ότι η προστασία των υγροτόπων και της υγροτοπικής χλωρίδας και πανίδας μπορεί να διασφαλιστεί με συνδυασμό μακρόπνοης εθνικής πολιτικής και διεθνούς δράσης.

Το Δέλτα του Έβρου, του Νέστου, του Αξιού, του Λουδία και του Αλιάκμονα ανήκουν στον κατάλογο Ραμσάρ των ειδικών προστατευόμενων περιοχών της Ελλάδας, σύμφωνα με την οδηγία 79/409 της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έμφαση που δίνει η Σύμβαση Ραμσάρ και η Οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην άγρια ορνιθοπανίδα δεν σημαίνει ότι η βιολογική ποικιλότητα είναι η μοναδική αξία των υγροτόπων. Υπάρχουν και άλλες σπουδαίες αξίες όπως θα συζητηθεί αμέσως στη συνέχεια. Απλά η διατήρηση των υδρόβιων και παρυδάτιων πουλιών σημαίνει ουσιαστικά προστασία και αειφορική διαχείριση των υγροτοπικών ενδιαιτημάτων. Πρέπει να τονισθεί ιδιαίτερα ότι η σύμβαση Ραμσάρ αναφέρεται στην προστασία όχι μόνον των υγροτόπων του Καταλόγου, αλλά όλων ανεξαιρέτως των υγροτόπων του συμβαλλόμενου κράτους. Ωστόσο πολύ λίγα έχουν γίνει μέχρι σήμερα ακόμη για τις περιοχές που έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενες (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).


1.1 Λειτουργίες και αξίες των ποταμών ως υγροτοπικά συστήματα

Ανάλογα με τη δομή τους και το γύρω από αυτούς περιβάλλον, οι ποταμοί ως υγρότοποι μπορεί να επιτελούν ποικίλες φυσικές λειτουργίες. Από τις λειτουργίες αυτές απορρέουν για τον άνθρωπο αξίες. Πολλές φορές συγχέονται οι έννοιες «λειτουργία» και «αξία», τόσο ώστε να θεωρούνται ταυτόσημες. Αυτό συμβαίνει ίσως επειδή ορισμένες λειτουργίες ωφελούν τον άνθρωπο χωρίς ο ίδιος να χρειάζεται να καταβάλει προσπάθεια, ενώ άλλες προσδίδουν οφέλη μόνο μετά από προσπάθεια. Έτσι π.χ. η απορρόφηση του διοξείδιου του άνθρακα της ατμόσφαιρας από το νερό έχει αξία (κλιματική, υγιεινή) που δεν χρειάζεται προσπάθεια για να ωφεληθούμε απ’ αυτήν, ενώ η στήριξη τροφικών αλυσίδων έχει αξία (π.χ. ιχθυοπονική), που αποκτάται μόνον εφ’ όσον αναπτύξουμε ειδική δραστηριότητα.

Μιά λειτουργία μπορεί να ωφελεί τον άνθρωπο με πολλούς τρόπους, δηλ. να έχει γι’ αυτόν περισσότερες από μία αξίες, αλλά και μια αξία μπορεί να οφείλεται σε συνδυασμό λειτουργιών.


1.2 Λειτουργίες των υγροτόπων


1.2.1 Εμπλουτισμός υπόγειων υδροφορέων

Οι υγρότοποι επαναπληρώνουν τα πορώδη υπόγεια στρώματα που είναι γνωστά ως υδροφορείς, στέλνοντας νερό από την επιφάνεια προς τα χαμηλότερα γεωλογικά στρώματα. Ο εφοδιασμός των υπόγειων υδροφορέων εξαρτάται από τη διαπερατότητα του εδάφους ή του ιζήματος στο νερό (π.χ. αργιλικά εδάφη είναι μη διαπερατά), και από την ποσότητα των επιφανειακών νερών.

Από μελέτες (Shultz, 1976) βρέθηκε ότι η αναπλήρωση των υπόγειων υδροφορέων είναι η μέγιστη, μόνον όταν οι ποταμοί έχουν τη μέγιστη παροχή και οι υγρότοποι των πλημμυρικών πεδιάδων είναι κατακλυσμένοι.

Η συγκέντρωση γενικά επιφανειακών νερών δε μπορεί κανονικά να θεωρηθεί ως λειτουργία του ποταμού με τη στενή έννοια, αλλά της λεκάνης απορροής του, δηλαδή της περιοχής που προμηθεύει με επιφανειακά κυρίως νερά τον ποταμό. Οι διεργασίες που επιτρέπουν τη συγκέντρωση των νερών και ρυθμίζουν την εξέλιξη ενός υγροτοπικού συστήματος, έχουν μεγάλο πρακτικό ενδιαφέρον και αποτελούν το πρώτο θέμα κατά τη μελέτη και διαχείριση ενός υγροτόπου (Hollis, 1990).

Η λειτουργία αυτή θα γίνεται τόσο πολυτιμότερη όσο η υπερθέρμανση του πλανήτη θα αυξάνει την εξάτμιση, θα μειώνει το νερό των ταμιευτήρων άρδευσης, και θα αυξάνει την αλατότητά τους.


1.2.2 Τροποποίηση πλημμυρικών φαινομένων

Οι υγρότοποι απαλύνουν τις πλημμύρες, επειδή δρούν ως αποθήκες νερού του υδρολογικού κύκλου.

Ο κύριος τρόπος με τον οποίο μπορούν να μεταβάλουν τα πλημμυρικά φαινόμενα είναι η αποθήκευση νερού των πλημμυρών και η απόδοσή του βαθμιαία μετά το τέλος της πλημμύρας, με αποτέλεσμα τη μείωση της αιχμής της πλημμύρας. Άλλοι τρόποι είναι η διοχέτευση μέρους του πλημμυρικού νερού προς τα υπόγεια στρώματα, η εξασφάλιση μεγάλης επιφάνειας ρηχού νερού κατά τις υπερχειλίσεις που διευκολύνει την εξάτμιση και πιθανώς η διαπνοή των υδρόβιων υπερυδατικών μακροφύτων (Hollis, 1990). Επίσης η παρόχθια βλάστηση μειώνει την ορμή του νερού.

Οι αλλοιώσεις των παρόχθιων περιοχών από την κατασκευή δρόμων, οικισμών και άλλων έργων, επιτείνουν τα πλημμυρικά φαινόμενα και δυσκολεύουν την αντιπλημμυρική δράση.


1.2.3 Παγίδευση ιζημάτων

Τα υλικά που παρασέρνει το νερό της βροχής από τη λεκάνη απορροής αιχμαλωτίζονται και εναποτίθενται στον πυθμένα ως ίζημα. Τα υλικά αυτά είναι αιωρούμενα στερεά σωματίδια που έχουν προσροφήσει θρεπτικά συστατικά αλλά και τοξικές ουσίες όπως γεωργικά φάρμακα και βαρέα μέταλλα.

Εκτός από αυτά που εισρέουν μέσω των απορρεόντων υδάτων, υπάρχουν και εκείνα που πέφτουν κατ’ ευθείαν από την ατμόσφαιρα, παρασυρόμενα από τον άνεμο, τη βροχή και το χιόνι. Οι ουσίες αυτές τελικά απομακρύνονται μέσω αποικοδόμησης, νιτροποίησης, χημικής κατακρήμνισης και άλλων διεργασιών ή επικαλύπτονται από αυτόχθονα οργανικά ιζήματα του πυθμένα, ή προσλαμβάνονται με τη μορφή ανόργανων θρεπτικών από την υδρόβια βλάστηση. Ο υψηλός ρυθμός πρόσληψής τους από τη βλάστηση (λόγω υψηλής παραγωγικότητας) οδηγεί σε ταχύτερη μείωση της συγκέντρωσής τους στο νερό, στο οποίο όμως ξαναγυρίζουν με το θάνατο των φυτών και την αποικοδόμησή τους.

Πάντως μιά ποσότητά τους φαίνεται να παραχώνεται μέσα στα ιζήματα μετά το θάνατο των φυτών από τα οποία ήταν αφομοιωμένη (Mitsch & Gosselink, 1986). Υδρόβια φυτά βρέθηκε ότι έχουν δυνατότητα απορρόφησης όχι μόνο αζώτου και φωσφόρου (ανόργανων θρεπτικών) από το νερό, αλλά και βαρέων μετάλλων, όπως μολύβδου, καδμίου, νικελίου, χρωμίου, ψευδαργύρου, σιδήρου κλπ. Πολλά είδη υδροβίων φυτών (καλάμι, βούρλο) απορροφούν βαριά μέταλλα σε σημείο που η συγκέντρωση των μετάλλων στους ιστούς τους να ξεπερνά κατά πολλές φορές τη συγκέντρωσή τους στο νερό (WWF-Ελλάς, 1994).

Η ικανότητα παγίδευσης ιζημάτων έως την τελική πλήρωσή τους είναι μιά από τις κύριες αιτίες της πεπερασμένης ζωής των λιμνών που δημιουργούνται με την κατασκευή φραγμάτων στους ποταμούς.


1.2.4 Απορρόφηση διοξειδίου του άνθρακα

Η υδρόσφαιρα γενικά, τμήμα της οποίας αποτελούν και οι ποταμοί, είναι ο σπουδαιότερος ρυθμιστής της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα.

Οι υδάτινες μάζες μπορούν να απορροφήσουν (προσωρινά ή και μόνιμα) μεγάλη ποσότητα διοξειδίου του άνθρακα, η οποία μπορεί να δεσμευθεί από τους υδρόβιους αυτότροφους οργανισμούς και από τα ιζήματα.


1.2.5 Αποθήκευση και ελευθέρωση θερμότητας

Οι υγρότοποι απαλύνουν τις θερμοκρασιακές μεταβολές στην περιοχή τους.

Λόγω της γνωστής μεγάλης θερμοχωρητικότητας που χαρακτηρίζει το νερό και το κάνει ικανό να «φρενάρει» την τάση αύξησης όσο και μείωσης της θερμοκρασίας, το κλίμα της περιοχής γίνεται ηπιότερο.


1.2.6 Δέσμευση ηλιακής ακτινοβολίας και στήριξη τροφικών αλυσίδων

Τα εκβολικά οικοσυστήματα έχουν πολύ υψηλή παραγωγικότητα εξ αιτίας του διαρκούς εμπλουτισμού τους με άφθονα θρεπτικά στοιχεία από τον ποταμό και από τη θάλασσα.

Η πολύ πλούσια βλάστηση καθώς και οι μικροσκοπικοί αυτότροφοι οργανισμοί εμπλουτίζουν το έδαφος, τα ιζήματα και γενικά το περιβάλλον τους με οξυγόνο, δεσμεύοντας ηλιακή ακτινοβολία κατά τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης.

Η βλάστηση αυτή παρέχει στους ετερότροφους οργανισμούς (ασπόνδυλα, ψάρια, πουλιά, θηλαστικά) όχι μόνο τροφή, αλλά και ποικίλα ενδιαιτήματα για αναπαραγωγή, φώλιασμα, ανάπαυση, καταφύγιο (Verhoeven, 1990). Άλλα ζώα συμπληρώνουν εκεί το βιολογικό τους κύκλο, άλλα επισκέπτονται τον υγρότοπο μόνο σε ορισμένες περιόδους της ημέρας για τροφοληψία ή καταφύγιο, ενώ άλλα τον χρησιμοποιούν ως σταθμό μετανάστευσης για ξεκούραση, τροφοληψία ή αναπαραγωγή ή συνδυασμό όλων αυτών.

Οι υγρότοποι στηρίζουν μακρές τροφικές αλυσίδες οι οποίες σχηματίζουν πολύπλοκα τροφικά πλέγματα. Αυτό είναι πολύ πιό έκδηλο όταν υπάρχει «σύμπλεγμα» υγροτόπων όπως για παράδειγμα στο Δέλτα του Νέστου (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).

Η ενέργεια από τη συγκέντρωση μεγάλων ποσοτήτων θρεπτικών συστατικών διασκορπίζεται σε άλλες λιγότερο παραγωγικές περιοχές, με τις μεταναστευτικές κινήσεις των ειδών της πανίδας, και εφ’ όσον αυτές δεν περιορίζονται (Goldsmith et al, 1990). Ειδικότερα αναφέρεται πως ένα μεγάλο ποσοστό αλιευμάτων σε παγκόσμια κλίμακα εξαρτάται από την υγεία των παράκτιων υγροτόπων.


1.3 Αξίες για τον άνθρωπο που απορρέουν από τις λειτουργίες των ποταμών


1.3.1 Βιολογική ποικιλότητα

Η αξία της βιολογικής ποικιλότητας η οποία μπορεί να σημαίνει είτε γενετική (γονιδίων και χρωματοσωμάτων), είτε ειδών, είτε οικολογική ποικιλότητα (μεγάλος αριθμός φυτοκοινοτήτων, ζωοκοινοτήτων και οικοσυστημάτων) (Hoyt, 1988), έχει αναγνωρισθεί τόσο από τα κράτη όσο και από διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΗΕ. Από τη βιολογική ποικιλότητα εξαρτώνται:

  • Πολλές οικολογικές διεργασίες και συστήματα που στηρίζουν τη ζωή.
  • Τα προγράμματα γενετικής βελτίωσης που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία ανθεκτικών και υψηλοαποδοτικών γενότυπων καλλιεργούμενων φυτών, αγροτικών ζώων και μικροοργανισμών: Ένα άγριο είδος φυτού της Μ. Ασίας, συγγενικό με το σιτάρι, προμήθευσε γονίδια που προσδίδουν αντοχή στις ασθένειες του σιταριού, γεγονός που εξοικονομεί 50 εκατομμύρια δολάρια / έτος μόνο στις Η.Π.Α.
  • Μέρος της επιστημονικής προόδου ιδιαίτερα στην ιατρική: Από ένα αγριο φυτό της Μαγαδασκάρης (Digitalis spp) παραλαμβάνεται ουσία γνωστή με το όνομα «rincristine» που χρησιμοποιείται εναντίον της λευχαιμίας.
  • Πολλές τεχνολογικές καιν.οτομίες και η ομαλή λειτουργία πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων στις οποίες χρησιμοποιούνται ζωντανοί οργανισμοί.

Απώλεια ενός είδους δεν σημαίνει απώλεια μόνο για τους επιστήμονες και τους φυσιολάτρες, αλλά και ελάττωση της προσαρμοστικής ικανότητας του εμβίου κόσμου. Ο άνθρωπος χρειάζεται συνεχώς αυξανόμενο δυναμικό προσαρμογής για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες επισιτισμού του κάτω από τις αυξανόμενες περιβαλλοντικές καταπονήσεις (Hoffmann, 1990).

Στον κατάλογο Απειλουμένων Ειδών Φυτών της IUCN υπάρχουν 13 υδρόβια μακρόφυτα που καταχωρούνται ως σπάνια, ευάλωτα ή κινδυνεύοντα (Verhoeven, 1990). Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί 1069 είδη φυτών, 210 είδη ασπονδύλων ζώων και 252 σπονδυλωτών ως έχοντα ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας. Ειδικά για τα σπονδυλωτά, αναφέρεται ότι το 61% των ειδών που χρειάζονται προστασία εξαρτώνται από τους υγροτόπους για ένα μέρος τουλάχιστον του βιολογικού τους κύκλου (Hoffmann, 1990), ενώ από τα 100 είδη πουλιών που καταχωρήθηκαν στο Κόκκινο Βιβλίο της Ελληνικής Πανίδας (Κατάλογος Απειλουμένων Ειδών), τα 59 ζούν σε υγροτόπους ή εξαρτώνται από αυτούς (Χανδρινός, προσωπική επικοινωνία, 1990). Πολλά από τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά βρίσκονται στους ανώτερους κρίκους των τροφικών αλυσίδων οι οποίες είναι ιδιαίτερα μακριές στα υγροτοπικά συστήματα, και είναι γι’ αυτό το λόγο πολύ ευάλωτα στις διαταράξεις των ενδιαιτημάτων. Αρα τα πουλιά αυτά είναι και οικολογικοί ενδείκτες της κατάστασης του υγροτόπου.


1.3.2 Αποθήκευση πόσιμου νερού

Ο πληθυσμός της Ελλάδας αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα πόσιμου νερού που θα οξύνεται από έτος σε έτος. Έτσι αποτελεί αφροσύνη κάθε πράξη αποξήρανσης ή ακόμη και υποβάθμισης των υγροτοπικών πόρων που έχουν απομείνει και οι οποίοι τροφοδοτούν με νερό τους υπόγειους υδροφορείς. Άλλες χώρες ακόμη και υγρότερες από την Ελλάδα, προσέχουν ιδιαίτερα τους περιαστικούς κυρίως υγροτόπους, εκείνους ακριβώς που εμείς απειλούμε περισσότερο.


1.3.3 Αποθήκευση αρδρευτικού νερού

Όλοι σχεδόν οι ελληνικοί φυσικοί υγρότοποι, αλλά και πολλοί τεχνητοί που δημιουργήθηκαν με την κατασκευή φραγμάτων σε ποταμούς ή χειμάρρους, χρησιμοποιήθηκαν είτε για αποθήκευση αρδευτικού νερού, ή και για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Όμως ενώ θα περίμενε κανείς ότι οι απαιτήσεις σε αρδευτικό νερό θα οδηγούσαν στη διατήρηση και συνετή χρήση των ποταμών και των υγροτόπων γενικότερα, οδήγησαν αντίθετα, σε πολλές περιπτώσεις, στην υποβάθμισή τους (π.χ. Λουδίας) ή και στην ολοκληρωτική εξαφάνιση πολλών από αυτούς. Η αποξήρανση υγροτόπων μπορεί να προκαλέσει μερική εξάντληση των υπόγειων υδροφορέων που κυρίως χρησιμοποιούνται ως πηγή πόσιμου ή και αρδευτικού νερού (λόγω μικρότερης συγκέντρωσης ρύπων) ή να υποβαθμίσει την ποιότητα των νερών στις περιπτώσεις που οι υδροφορείς γειτνιάζουν με θάλασσες. Η ροή των γλυκών νερών διά μέσου των υγροτόπων δημιουργεί πίεση στα γλυκά νερά, η οποία εμποδίζει το αλμυρό νερό να εισβάλει στους υδροφόρους ορίζοντες (Πυροβέτση, 1996).


1.3.4 Προστασία από τις επιπτώσεις του ανθρωπογενούς εμπλουτισμού της ατμόσφαιρας με διοξείδιο του άνθρακα

Κατά τους τελευταίους 2 αιώνες οι ανθρώπινες δραστηριότητες (καύση ορυκτών καυσίμων, εκχερσώσεις κλπ) έχουν προκαλέσει την εκπομπή μεγάλων ποσοτήτων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Μικρό ποσοστό των ποσοτήτων αυτών έχει μείνει στην ατμόσφαιρα ανεβάζοντας κατά τι τη φυσική περιεκτικότητα αυτής της ουσίας. Το μεγαλύτερο ποσοστό έχει δεσμευθεί από τη βλάστηση, από τα πετρώματα και την υδρόσφαιρα.

Υπάρχει διεθνώς εντεινόμενη ανησυχία για τη μικρή έστω ύψωση της περιεκτικότητας της ατμόσφαιρας σε διοξείδιο του άνθρακα, διότι η ύψωση αυτή εξακολουθεί, οπότε υπάρχει το ενδεχόμενο να επιφέρει ύψωση της μέσης θερμοκρασίας της Γής. Τυχόν ύψωση της μέσης θερμοκρασίας της Γής ακόμη και κατά 0.50C θα επιφέρει βαθιές μεταβολές στη ζωή του πλανήτη, οι οποίες θα είναι κατά το πλείστον δυσμενείς.


1.3.5 Βελτίωση του μικροκλίματος

Η θερμορυθμιστική λειτουργία του υγροτόπου ωφελεί άμεσα και έμμεσα τον ανθρώπινο πληθυσμό της γύρω περιοχής. Άμεσα επειδή απουσιάζουν ή σπανίζουν οι παγωνιές και τα χιόνια του χειμώνα και οι καύσωνες το θέρος. Έμμεσα διότι διευρύνεται η αυξητική περίοδος των φυτών, μειώνονται οι κίνδυνοι των ζημιών στα καλλιεργούμενα φυτά από τις καταπονήσεις ακραίων θερμοκρασιών, και γίνεται δυνατή η καλλιέργεια περισσοτέρων ειδών και ποικιλιών. Ωφέλειες υπάρχουν επίσης και για την κτηνοτροφία. Ολα αυτά βέβαια σε σύγκριση με περιοχές ομοίων συνθηκών, εκτός της γειτνιάσεως με υγρότοπο.


1.3.6 Προστασία από πλημμύρες

Πολλοί υγρότοποι προσφέρουν προστασία από πλημμύρες σε κατοικημένες και γεωργικές περιοχές, με διαδικασίες που αναφέρθηκαν κατά την ανάπτυξη της αντίστοιχης λειτουργίας. Οι πλημμύρες μπορεί να προέρχονται είτε από το νερό του άνω ρού του ποταμού και των χειμάρρων, είτε από θαλάσσιο νερό, όταν αυτό υψώνεται κατά τη διάρκεια πολύ σφοδρών ανέμων ή πλημμυρίδων. Η μετατροπή υγροτοπικών παρόχθιων περιοχών σε αγρούς και κατοικίες συνεπάγεται περισσότερες ζημιές κατά τις πλημμυρικές αιχμές σε άλλους αγρούς και κατοικίες που βρίσκονται πέραν της παρόχθιας ζώνης (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).


1.3.7 Βελτίωση της ποιότητας του νερού

Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα στην ανάπτυξη της αντίστοιχης αξίας, χάρη και στην υδρόβια βλάστηση, οι υγρότοποι αποτελούν πολλές φορές φυσικούς ηθμούς (φίλτρα) καθαρισμού του νερού. Η ικανότητα αυτή των υγροτόπων έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης κατά τη χρησιμοποίηση κάποιων απ’ αυτούς για τριτογενή επεξεργασία αστικών αποβλήτων (Maltby, 1990), δηλ. την απομάκρυνση του αζώτου και του φωσφόρου μετά το βιολογικό καθαρισμό. Οικονομολόγοι στις Η.Π.Α. υπολόγισαν πως αυτού του είδους βιολογική επεξεργασία από υγροτόπους (που τώρα παρέχεται δωρεάν), αξίζει περίπου 400,000 δολάρια ανά εκτάριο υγροτόπου. Δηλαδή τόσα χρήματα θα κόστιζε η υπηρεσία αυτή, αν αναλαμβανόταν από μιά εταιρία που θα μετασκεύαζε και θα λειτουργούσε ένα αντίστοιχο εργοστάσιο τριτογενούς επεξεργασίας λυμάτων (Γεωργόπουλος, 1996).

Πρέπει να τονισθεί ότι η αξία αυτή ενός φυσικού υγροτόπου, η οποία συντελεί στην αύξηση και άλλων αξιών του, δεν προσφέρεται για χρήση προκειμένου να απαλλαγούμε από μέρος των αστικών και άλλων λυμάτων μας. Εξ αιτίας της μείωσης των υγροτοπικών πόρων αυτής της χώρας, κανείς φυσικός ελληνικός υγρότοπος δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό. Ο λόγος που αναφέρεται εδώ αυτή η λειτουργία και αξία είναι για να φανούν οι αρνητικές συνέπειες της αποξήρανσης υγροτόπων στην ποιότητα του νερού γενικά και οι δυνατότητες που έχει η δημιουργία τεχνητών υγροτόπων ειδικά για καθαρισμό λυμάτων. Στην Ελλάδα η δυνατότητα αυτή δεν έχει προωθηθεί, παρ’ ότι θα μπορούσε να αμβλύνει το πρόβλημα της διαθέσεως οικιακών λυμάτων από μικρούς οικισμούς και ιδίως από παραθεριστικούς.


1.3.8 Παραγωγή αλιευμάτων 

Μία από τις κυριότερες αξίες των υγροτόπων είναι η αλιευτική. Η αλιεία στους παράκτιους υγροτόπους βασίζεται στο γεγονός ότι πολλά είδη ψαριών μεταναστεύουν από τη θάλασσα στα υφάλμυρα νερά των εκβολών για να περάσουν ένα μέρος της ζωής τους. Οι παράκτιοι υγρότοποι χρησιμοποιούνται επίσης για συλλογή και καλλιέργεια οστράκων.

Κέφαλοι, λαυράκια, τσιπούρες, χέλια, είναι τα σημαντικότερα εμπορεύσιμα είδη που αλιεύονται στους παράκτιους υγρότοπους της χώρας μας. Στις μυδοκαλλιέργειες του Δέλτα του Αξιού παράγεται το 90% περίπου της συνολικής παραγωγής μυδιών στην Ελλάδα, ενώ η συλλογή άλλων οστράκων (π.χ. χάβαρα), αντιπροσωπεύει το σύνολο σχεδόν της εθνικής παραγωγής. Στα ποτάμια αλιεύονται το γριβάδι, το τσιρόνι, το χέλι, η πέστροφα και πολλά άλλα είδη.

Η αειφορική εκμετάλλευση των υγροτόπων ως φυσικών ιχθυοτροφείων θεωρείται δραστηριότητα συμβατή με τη διατήρηση των σημαντικών αυτών οικοσυστημάτων της χώρας μας και μάλιστα:

  • Εξασφαλίζει τροφή μεγάλης διαιτητικής αξίας.
  • Εξασφαλίζει απασχόληση (κύρια ή συμπληρωματική) και εισόδημα σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού (WWF-Ελλάς, 1995).

Για να συντηρήσει ένας υγρότοπος ικανοποιητικούς πληθυσμούς ψαριών πρέπει να ισχύουν τρείς θεμελιώδεις προϋποθέσεις:

  • Επάρκεια χώρων αναπαραγωγής.
  • Ύπαρξη περιοχών που να προσφέρουν προστασία κατά τη διαχείμανση.
  • Ελευθερία μετακινήσεως καθ’ όλο το έτος (Crivelli, 1990).

Η παραγωγή αλιευμάτων στους ποταμούς είναι σήμερα πολύ μικρότερη από αυτήν που ήταν εδώ και μερικές δεκαετίες, ίσως γιατί το ενδιαφέρον της πολιτείας συγκεντρώνεται περισσότερο στη θαλάσια ιχθυοπονία. Οι κυριώτερες αιτίες της μείωσης της αλιευτικής παραγωγής των υγροτόπων είναι:

  • Η ρύπανση των νερών από οικιστικά και γεωργικά λύματα και βιομηχανικά απόβλητα.
  • Η χρήση του νερού για άλλους σκοπούς (άρδρευση, παραγωγή ενέργειας) που προκαλεί μείωση της στάθμης των νερών με συνέπεια τη συρρίκνωση ή την εξαφάνιση των χώρων αναπαραγωγής των ψαριών και διαβίωσης του γόνου τους.
  • Η κατασκευή υδροηλεκτρικών φραγμάτων και αρδρευτικών καναλιών που εμποδίζει τη μετανάστευση ορισμένων ειδών ψαριών.
  • Η υπεραλίευση ορισμένων ειδών και η παράνομη αλιεία που ελαττώνουν τα αποθέματα των ψαριών.
  • Η καταπάτηση των παραποτάμιων εκτάσεων από άλλες δραστηριότητες που μειώνει χώρους ζωτικούς για τη βιολογία των ψαριών.
  • Τέλος φυσικά η αποξήρανση τους (WWF-Ελλάς, 1995).

Η μουρούνα που αλιευόταν παλαιότερα στον Έβρο και εξασφάλιζε ένα σημαντικό εισόδημα στους αλιείς της περιοχής, αφού από το είδος αυτό παραγόταν εξαιρετικής ποιότητας χαβιάρι, σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί (WWF-Ελλάς, 1995).

Οι υγρότοποι είναι φυσικά ιχθυοτροφεία (εκτατική εκμετάλλευση). Με επεμβάσεις διαμόρφωσης του χώρου (όπως εκσκαφή λεκανών, καναλιών, κλπ), διαχείρισης της υδρολογίας ή της αλατότητας, μπορεί να αυξηθεί η φυσική παραγωγή του υγροτόπου (ημιεντατική εκμετάλλευση). Τόσο η εκτατική όσο και η ημιεντατική αλιευτική εκμετάλλευση των υγροτόπων είναι συμβατές με την προστασία των περιοχών αυτών, εφ’ όσον δεν επιφέρουν αλλαγές οι οποίες να αποβαίνουν σε βάρος άλλων αξιών. Όμως υπάρχουν δραστηριόητες στους ελληνικούς υγροτόπους που είναι επιβλαβείς, όπως η υπεραλίευση, η χρήση δικτύων μικρού ανοίγματος, και ο εμπλουτισμός με ξενόφερτα είδη. Από την άλλη πλευρά, οι εγκαταστάσεις εντατικών ιχθυοκαλλιεργειών, (η εκτροφή των ψαριών στην περίπτωση αυτή γίνεται σε τεχνητές δεξαμενές ή κλωβούς με παροχή τροφής, και τα είδη που κυρίως καλλιεργούνται στην Ελλάδα είναι: η πέστροφα, ο κυπρίνος και το χέλι σε γλυκά νερά) και ημι-εντατικών υδατοκαλλιεργειών είναι ασυμβίβαστες με τους υγροτόπους (Klein, 1988), κυρίως όταν χωροθετούνται στον πυρήνα τους, επειδή, παρ’ όλο που οι μονάδες αυτές χρειάζονται καθαρά νερά για να λειτουργήσουν, οι ίδιες, όταν βρίσκονται μέσα σ’ έναν υγρότοπο, δημιουργούν μιά σειρά από προβλήματα με σημαντικότερα αυτά της ρύπανσης, των απαιτήσεων σε νερό, των επεμβάσεων με κατασκευές (κτίρια, εγκαταστάσεις) και του ανταγωνισμού με ψαροφάγα πουλιά.

Παρ’ όλα αυτά κατασκευάσθηκαν με επιδοτήσεις των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (Μ.Ο.Π.) μονάδες εντατικών υδατοκαλλιεργειών στην περιοχή των πυρήνων των μεγαλύτερων υγροτόπων της Ελλάδας, από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς (κυρίως στον Έβρο, στο Πόρτο Λάγος, στον Αχελώο και στον Αμβρακικό, όπου ένα σημαντικό τμήμα της περιοχής του πυρήνα καταστρέφεται από εγκαταστάσεις υδατοκαλλιεργειών, παρά το γεγονός ότι το 1982 μια Κοινοτική μελέτη (Mercier, 1982) είχε προειδοποιήσει για τις μελλοντικές ζημιές). Πολλές από αυτές εκτελέσθηκαν χωρίς Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και έχουν ήδη υποβληθεί τρείς επίσημες καταγγελίες στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το θέμα αυτό.

Μιά σωστή Μ.Π.Ε. σε συνδυασμό με τακτικούς ελέγχους τήρησης των προδιαγραφών λειτουργίας της μονάδας από τις αρμόδιες υπηρεσίες, μπορεί να μειώσει σημαντικά τα προβλήματα υποβάθμισης που προκύπτουν από τη λειτουργία των εντατικών ιχθυοκαλλιεργειών. Θα ήταν επίσης χρήσιμο να γνωρίζει ο κάθε πολίτης αν στη μελέτη κόστους-ωφέλειας ενός σχεδιαζόμενου έργου εντατικής υδατοκαλλιέργειας(όπως φυσικά και κάθε άλλου αναπτυξιακού έργου) υπολογίζεται και η ζημία σε άλλες αξίες του υγροτόπου.


1.3.9 Βόσκηση αγροτικών ζώων

Η αφθονία του νερού η οποία συμβάλλει στη δημιουργία της πλούσιας βλάστησης των υγρολίβαδων, των παρόχθιων δασών και θαμνώνων, το ομαλό έδαφος και το ήπιο κλίμα κάνουν τους υγρότοπους ιδανικούς γιά βόσκηση, όταν στα χερσαία λιβάδια η εδαφική υγρασία δεν επαρκεί κατά το θέρος (Παπαναστάσης, 1990).

Η βλάστηση των υγροτόπων στις χώρες της Μεσογείου βόσκεται από τα αγροτικά ζώα εδώ και 8,000 – 10,000 χρόνια. Οι Μεσογειακοί υγρότοποι έχουν εξελιχθεί με την παρουσία όχι μόνο των αγρίων ζώων αλλά και των αγροτικών, ιδίως των αιγοπροβάτων. Τα καλάμια και οι αλμυρίθρες που βρίσκονται στους υγροτόπους αλλά και πολλά άλλα φυτά, είναι τροφή με υψηλή πρωτεϊνική αξία για τα ζώα. Οι αγελάδες τρέφονται με ευκολία μέσα σε νερό βάθους ενός μέτρου, ενώ τα πρόβατα και τα κατσίκια βόσκουν στις ξηρότερες περιοχές των υγροτόπων. Έτσι τα ζώα βρίσκουν τροφή όλο το χρόνο, ενώ στις περιόδους της μεγάλης καλοκαιρινής ζέστης βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τη σκιά των δένδρων. Από μελέτες που έχουν γίνει στις εκβολές του Ροδανού ποταμού στη Ν. Γαλλία έχει βρεθεί ότι στα ορεινά βοσκοτόπια τους τα ζώα χρειάζονται 10 φορές περισσότερη τροφή για να τραφούν, απ’ ό,τι στις εκτάσεις των υγροτόπων.

Τις τελευταίες δεκαετίες η ισορροπία ανάμεσα στην κτηνοτροφία και τους υγροτόπους άρχισε να διαταράσσεται. Η αποξήρανση μεγάλων εκτάσεων και η απόδοσή τους στη γεωργία είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά η έκταση των βοσκοτόπων. Κατά τη δεκαετία του ’70 οι περισσότεροι αγρότες πουλούν τα κοπάδια τους για να στραφούν προς τη γεωργία, ενώ όλο και λιγότεροι νέοι άνθρωποι ασχολούνται με την κτηνοτροφία. Οι ντόπιες φυλές ζώων (που σε πολλές περιοχές της χώρας χρησιμοποιούνταν για βόσκηση) αρχίζουν να εξαφανίζονται, π.χ. τα βουβάλια που βόσκουν στις παρόχθιες ζώνες του Γαλλικού, του Αξιού και του Στρυμώνα, ενώ στις περιορισμένες και κατάλληλες για βόσκηση εκτάσεις που παρέμειναν, άρχισαν να γίνονται φανερά πιά τα σημάδια της υπερβόσκησης. Οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης στα παρόχθια ενδιαιτήματα, όπως υγρολίβαδα και θαμνώνες, είναι πολλές και διαφορετικές. Είναι:

  • η αλλοίωση της σύνθεσης των ειδών, καθώς μειώνονται τα φυτά με τα οποία προτιμούν να τρέφονται τα ζώα, ώστε να ευνοούνται άλλα είδη τα οποία δεν αποτελούν τροφή για τα ζώα.
  • η αποσταθεροποίηση του εδάφους των οχθών και η αύξηση της διάβρωσης.
  • η διατάραξη των χώρων ωοτοκίας των ψαριών (μειώνοντας τη σκίαση της παραλιακής ζώνης).
  • η διατάραξη της ανακύκλωσης των στοιχείων και η θραύση των τροφικών αλυσίδων (μείωση πληθυσμού ασπονδύλων).
  • η καταστροφή των φωλεών πολλών πουλιών κλπ.

Η υπερβόσκηση είναι ιδιαίτερα έντονη σε μερικούς υγροτόπους όπως στο Δέλτα του Έβρου (Μαλάκου et al., 1988), αλλά και στο Δέλτα του Αξιού και στον Αμβρακικό (Παπαγιάννης et al., 1986), όπου κοπάδια ζώων κατά την αναπαραγωγική περίοδο των πουλιών υποβαθμίζουν τη βλάστηση και ποδοπατούν φωλιές και νεοσσούς σπάνιων ειδών πουλιών που φωλιάζουν στο έδαφος (καλαμοκανάς, αβοκέτα). Επίσης τα σκυλιά που συνοδεύουν τα κοπάδια των ζώων συνήθως προξενούν μεγάλες ζημιές στα μικρά των πουλιών.

Οι αρνητικές επιπτώσεις της κτηνοτροφίας μπορούν εύκολα να αποφευχθούν με απλά μέτρα ελέγχου της βόσκησης (WWF-Ελλάς, 1995 – Τσιούρης & Γεράκης, 1991).

Όμως και η εξαφάνιση των ζώων από τα παρόχθια ενδιαιτήματα θα είχε πιθανόν δυσμενείς συνέπειες στο όλο οικοσύστημα, μεταβάλλοντας τη σύνθεση των φυτικών ειδών. Αυτή καθ’  αυτή η εξαφάνιση ντόπιων φυλών αγροτικών ζώων θα ήταν πλήγμα για τη βιολογική ποικιλότητα της χώρας, ως συνόλου. Το βουβάλι πριν από μερικές δεκαετίες αποτελούσε μέρος της βιοποικιλότητας πολλών ελληνικών υγροτόπων και παραγωγικό ζώο του έλληνα αγρότη, προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες και προϊόντα. Πριν από τη δεκαετία του ’50 ο πληθυσμός των βουβαλιών αριθμούσε 100,000 ζώα περίπου. Δυστυχώς σήμερα αυτά τα είδη τείνουν να χαθούν. Η διατήρηση των ντόπιων φυλών έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαφύλαξη τόσο της γενετικής βιοποικιλότητας όσο και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αφού τα ζώα αυτά συνδέονται με τις παραδόσεις και τα έθιμα της κάθε περιοχής (Γεωργούδης, 1993).

Η βόσκηση ζώων στους υγροτόπους μπορεί να είναι ένα θετικό διαχειριστικό μέτρο, αλλά μόνο σε αυστηρά ελεγχόμενο αριθμό και σε ορισμένες εποχές του έτους (Παπαναστάσης, 1990).

Η ενσταυλισμένη κτηνοτροφία και κυρίως τα χοιροτροφεία που βρίσκονται κοντά στους υγρότοπους, προκαλούν σοβαρά προβλήματα ρύπανσης του νερού (Παπαϊωάννου et al., 1988), όπως π.χ. κατά μήκος του ποταμού Λούρου οι περισσότερες από τις 75 χοιροτροφικές μονάδες που λειτουργούν δεν διαθέτουν ή δεν θέτουν σε λειτουργία τις εγκαταστάσεις καθαρισμού των λυμάτων τους, με αποτέλεσμα τα λύματα να διοχετεύονται σε χωράφια, αποστραγγιστικές τάφρους, ή απ’ ευθείας στον Λούρο. Η λειτουργία και συντήρηση εγκαταστάσεων επεξεργασίας αποβλήτων θα αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση της ρύπανσης που παράγεται από τις κτηνοτροφικές μονάδες (WWF-Ελλάς, 1995).


1.3.10 Κυνήγι

Ανάμεσα στην πλούσια άγρια πανίδα που στηρίζουν οι υγρότοποι υπάρχουν πολλά είδη, ιδίως πουλιών, που θεωρούνται «θηράματα». Οι υγρότοποι της χώρας μας ήταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να είναι ισχυροί πόλοι έλξης για τους κυνηγούς. Δεν είναι κατανοητό, ωστόσο, πώς ο φόνος αγρίων ζώων μπορεί να χαρακτηρισθεί ως άθλημα ή ψυχαγωγία. Ειδικά η άγρια ορνιθοπανίδα προσφέρει όχι μόνο οπτική, αλλά και ακουστική απόλαυση. Από την άλλη πλευρά, η αντίθεση στο κυνήγι αν δεν συνοδεύεται από ταυτόχρονη αντίθεση σε άλλες καταστροφικές δραστηριότητες (π.χ. υπερβόσκηση από αγροτικά ζώα, κατάχρηση των γεωργικών πόρων και μέσων με τα οποία παράγονται φυτικά και ζωϊκά προϊόντα, εκτροφή αγροτικών ζώων με τρόπους βάναυσους, υπερκατανάλωση ζωικών προϊόντων) και από ορθή και ολοκληρωμένη θεώρηση των σχέσεων του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, δεν οδηγεί πουθενά.

Στην Ελλάδα υπάρχουν περίπου 300.000 κυνηγοί με άδεια και ένας άγνωστος αριθμός λαθροκυνηγών (συντριπτική αντίθεση με την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία που έχει 300 μέλη). Έχουν παρατηρηθεί συγκεντρώσεις μέχρι και 5000 κυνηγών σε μια περιοχή (Έβρος) (Maltby et al., 1988). Eίναι λοιπόν βέβαιο ότι αποτελούν μια πραγματική απειλή για την ορνιθοπανίδα, και ότι παράλληλα ασκούν πολύ ισχυρές πολιτικές πιέσεις.

Όπως και πολλές άλλες δραστηριότητες, το κυνήγι στην Ελλάδα γίνεται με άναρχο τρόπο. Οι ζώνες όπου το κυνήγι απαγορεύεται δεν τηρούνται, και η φύλαξη από τις Δασικές Υπηρεσίες είναι ανεπαρκής. Στις λιμνοθάλασσες Τσουκαλιού και Ροδιάς στον Αμβρακικό δεν επιτρέπεται το κυνήγι, όμως οι φύλακες περιπολούν μόνον ώρες γραφείου, επειδή δεν υπάρχουν πιστώσεις για υπερωρίες. Δυστυχώς οι λαθροκυνηγοί που μπαίνουν στις λιμνοθάλασσες με βάρκες, είναι συνήθως εκεί σε υψηλούς αριθμούς τα Σαββατοκύριακα. (Ωστόσο ένας αρκετός αριθμός θηροφυλάκων έχει χτυπηθεί από κυνηγούς). Λίγοι κυνηγοί δεσμεύονται από τα όρια επιτρεπόμενου αριθμού θηραμάτων. Τα πουλιά πυροβολούνται ακόμη και σε πολύ ψυχρές περιόδους, όταν δεν μπορούν να πετάξουν (Υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις για τις χειμωνιάτικες σφαγές στον Έβρο). Κάποιοι κυνηγοί πυροβολούν οτιδήποτε πετάει, μη μπορώντας να διακρίνουν τα είδη των πουλιών, συμπεριλαμβανομένων των αρπακτικών πουλιών, των πελεκάνων, των κύκνων και άλλων σπάνιων και μη-βρώσιμων ειδών.

H κυνηγετική πιεστική δραστηριότητα όχι μόνον επηρεάζει άμεσα τη θνησιμότητα των πουλιών, αλλά επίσης τα παρενοχλεί διακόπτοντας βίαια την καθημερινή τους ρουτίνα. Η καταπάτηση των υγροτόπων από ένα μεγάλο αριθμό κυνηγών και των σκύλων τους, και η απρόσεκτη καταστροφή φωλεών και ενδιαιτημάτων, επιφέρουν χειρότερες επιπτώσεις στην άγρια πανίδα. Τέλος, η δηλητηρίαση από μόλυβδο των υγροτόπων και της πανίδας τους από τα χρησιμοποιούμενα σκάγια, δεν έχει μελετηθεί ακόμη λεπτομερώς, αλλά από ξένες εμπειρίες, πρέπει να είναι αρκετά υψηλή (Fog et al., 1982).

Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις πολύ θετικές, που ενημερωμένοι και ευσυνείδητοι κυνηγοί όχι μόνο πέτυχαν να κηρυχθεί μιά μεγάλη παραποτάμια περιοχή καταφύγιο θηραμάτων (οι κυνηγοί βορείως του Δέλτα του Αξιού), αλλά προσπάθησαν να τη φυλάξουν οι ίδιοι από τους λαθροκυνηγούς. Η διάσωση πολλών υγροτόπων της Β. Αμερικής οφείλεται στη δράση της κυνηγετικής οργάνωσης «Ducks Unlimited». Τα, λίγα έστω, θετικά παραδείγματα στην Ελλάδα, δείχνουν ότι τίποτε δεν εμποδίζει τους έλληνες κυνηγούς να αναλάβουν παρόμοιες δράσεις (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).


1.3.11 Αναψυχή

Οι υγρότοποι προσφέρουν ευκαιρίες τόσο για παθητική όσο και για ενεργητική αναψυχή. Η παθητική αναψυχή περιλαμβάνει κυρίως την απόλαυση του τοπίου και την παρατήρηση των αγρίων ζώων και φυτών. Πολλοί ξένοι έρχονται συνήθως κάθε άνοιξη να παρατηρήσουν πουλιά. Η παρόχθια βλάστηση προσφέρει χώρους εκδρομών και περιπάτου. Η ενεργητική αναψυχή περιλαμβάνει την πεζοπορία και αθλήματα όπως η κολύμβηση, η ιστιοπλοΐα και το ερασιτεχνικό ψάρεμα. Δυσμενείς επιπτώσεις, που μπορούν όμως να αποφευχθούν χωρίς μεγάλες οικονομικές δαπάνες, είναι η ρύπανση με απορρίμματα και η παρενόχληση και συλλογή ειδών άγριας πανίδας και χλωρίδας. Το ερασιτεχνικό ψάρεμα έχει αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα, είτε λόγω επιπτώσεων στους πληθυσμούς των ψαριών, είτε λόγω παρενόχλησης αποικιών σπάνιων ειδών πουλιών, στις περιπτώσεις που έχουν κατασκευαστεί δρόμοι για την εύκολη πρόσβαση σε υγροτόπους.

Η πίεση από άλλα αθλήματα στους υγροτόπους είναι περιορισμένη, καθώς η Ελλάδα έχει πάρα πολλές ακτές που παρέχουν άλλες ευκαιρίες αναψυχής, πιο προσφιλείς στους Έλληνες.

Ο τουρισμός και οι εγκαταστάσεις αναψυχής έχουν αρχίσει να αυξάνουν και να ασκούν πιέσεις σ’ εκείνους κυρίως τους υγροτόπους που συνορεύουν με τη θάλασσα. Η δύναμη του τουρισμού ήταν εκείνη που προκάλεσε την αποξήρανση πολλών παράκτιων ελωδών εκτάσεων (π.χ. Νότια Χαλκιδική, Νησιά Αιγαίου, Κρήτη), για την απαλλαγή των τουριστών από τα ενοχλητικά κουνούπια, για τη διάνοιξη παραλιακών δρόμων και την κατασκευή αεροδρομίων και τουριστικών εγκαταστάσεων. Στο Μεσολόγγι κτίστηκαν τρία παράνομα χωριά αναψυχής, ένα από τα οποία είναι στην περιοχή του πυρήνα του υγροβιότοπου. Στο Νέστο έχουν γίνει παράνομες εγκαταστάσεις αναψυχής, και υπάρχουν ισχυρές απαιτήσεις για την τουριστική ανάπτυξη των παραλίων, ενώ στον Έβρο κυνηγετικά καταφύγια έχουν σταδιακά μετατραπεί σε άνετους ξενώνες.

Καθώς οι υγρότοποι αρχίζουν να γίνονται περισσότερο γνωστοί μέσω των προσπαθειών των μη κρατικών οργανώσεων που ασχολούνται με τη Φύση, και καθώς η προστασία τους αρχίζει να βελτιώνεται και η υποβάθμισή τους να ελέγχεται, θα ελκύουν περισσότερους επισκέπτες, όπως έχει αποδειχθεί σε άλλες χώρες (Tiner, 1984). Μόνο μια ισχυρή επιτόπια διαχείριση των ευαίσθητων περιοχών μπορεί να δώσει σωστή καθοδήγηση και να αποτρέψει ζημιές.

Η μορφή του τουρισμού που γίνεται γενικά αποδεκτή, αλλά υπό όρους, είναι ο λεγόμενος οικολογικός τουρισμός, δηλαδή η επίσκεψη των υγροτόπων από εκείνους που αγαπούν την ενασχόληση με τη φύση, φροντίζοντας να μη διαταράσσονται καθόλου, ή σχεδόν καθόλου, οι φυσικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αξίες της περιοχής. Οι όροι, υπό τους οποίους θα αποφευχθούν οι δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχει και αυτή η μορφή του τουρισμού, είναι ο αυστηρός έλεγχος του αριθμού των επισκεπτών και των επί μέρους δραστηριοτήτων (π.χ. πεζοπορία, χρήση οχημάτων και σκαφών, κατασκήνωση), σύμφωνα πάντοτε με το διαχειριστικό σχέδιο του υγροτόπου.

Ο οικολογικός τουρισμός είναι επίσης θεμιτό μέσον αύξησης του εισοδήματος των ανθρώπων που ζουν κοντά σε υγροτόπους, και δύναμη που μπορεί ν αντισταθμίσει άλλες δυνάμεις καταστρεπτικές για τους υγροτόπους, αλλά μόνον υπό τους όρους που αναφέρθηκαν. Επίσης η ανάπτυξη του οικολογικού τουρισμού δεν πρέπει να επιφέρει αλλοίωση του δασικού, γεωργικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα της λεκάνης απορροής και παραμέληση των ιχθυοπονικών αξιών του υγροτόπου. Απεναντίας, οι γεωργικές, κτηνοτροφικές, ιχθυοπονικές και δασοπονικές δραστηριότητες πρέπει να καθοδηγούνται, ώστε να ασκούνται αειφορικά, οι δε οικοδομικές κατασκευές, ιδίως εκείνες που εξυπηρετούν τους επισκέπτες, να μην αλλοιώνουν το χαρακτήρα των παλιών οικισμών και το τοπίο.

Οπωσδήποτε οι δραστηριότητες αναψυχής στους υγροβιοτόπους πρέπει να ασκούνται μόνο προγραμματισμένα και υπό αυστηρό έλεγχο.


1.3.12 Πολιτισμός

Με όλα αυτά που έχουν να προσφέρουν οι υγρότοποι (νερό, επικοινωνία, μεταφορές, επάρκεια τροφής) δεν είναι περίεργο που τόσοι πολιτισμοί αναπτύχθηκαν κοντά σε υγροτόπους (Μεσοποταμία, Αίγυπτος, Αρχαία Πέλλα). Σε όλους σχεδόν τους υγροτόπους θα βρεί κανείς τα σημάδια ανθρώπων που έζησαν εκεί αιώνες πριν.

Οι υγρότοποι έπαιξαν πάντα αξιοπρόσεκτο ρόλο στην καθημερινή ζωή και στην φαντασία του ελληνικού κόσμου (Παπαγιάννης, 1990α). Βωμοί της Αρτέμιδας βρέθηκαν σε πηγές και όχθες ποταμών. Ο Ποσειδώνας είχε στην κυριαρχία του και τις λίμνες και τους ποταμούς, λεγόταν μάλιστα ότι είχε κατοικία του τον Αλφειό, και θεωρούνταν υπεύθυνος για τις πλημμύρες. Από τους θεούς των ποταμών, ο Αλφειός και ο Αχελώος λατρεύονταν σ’ όλη την Ελλάδα, ενώ η λατρεία άλλων ποτάμιων θεών ήταν τοπική. Οι Νύμφες ήταν κόρες των θεών των ποταμών και τις λάτρευαν σε συγκεκριμένα μέρη κοντά σε γλυκά νερά. Ο Ηρακλής συνέδεσε τρείς άθλους του με υγροτόπους όπως ο καθαρισμός των Στάβλων του Αυγεία με εκτροπή ποταμών.

Υπάρχουν αρκετές φιλοσοφικές αναφορές για το υγρό στοιχείο. Ενδιαφέρουσες είναι οι αντιλήψεις του Δημόκριτου, Θαλή, Ησιόδου, Πλάτωνα. Διά μέσου των αιώνων η οικεία σχέση του ανθρώπου με τους υγροτόπους διαμόρφωσε τρόπους ζωής που εκφράζονται στην αρχιτεκτονική, στην κατασκευή αλιευτικών σκαφών, στις τεχνικές αλιείας, στα ήθη και έθιμα και στην τέχνη (Παπαγιάννης, 1990α).

Τα προβλήματα ήταν παρόμοια με τα σημερινά: πλημμύρες, εκχερσώσεις, άρδευση, πάλη με αρρώστειες. Οι σύγχρονοι Έλληνες πρόσθεσαν βέβαια και άλλα (π.χ. ρύπανση).

Η πολιτιστική αξία ελάχιστα έχει εκτιμηθεί και μελετηθεί έως τώρα. Πολλές όψεις της αξίας αυτής απειλούνται από αλλοίωση και λησμονιά.


1.3.13 Επιστημονική έρευνα και εκπαίδευση

Λίγοι χώροι είναι πιό πρόσφοροι από τους υγροτόπους για πρακτική άσκηση στα μαθήματα της Οικολογίας και της Επιστήμης του Περιβάλλοντος, που διδάσκονται σήμερα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Λίγοι χώροι προσφέρουν τόσες ευκαιρίες για να σπουδάσει κανείς τον όμορφο κόσμο των φυτών, των ζώων και των υδάτων, και την εκπληκτική πολυπλοκότητα των αλληλεπιδράσεων και των τροφικών πλεγμάτων. Η ποικιλότητα του βιοτόπου, της βιοκοινότητας και του τοπίου καθιστά τους υγροτόπους ελκυστικούς χώρους για έρευνα και εκπαίδευση σε πολλούς κλάδους όπως η Βιολογία, η Γεωπονία, η Δασολογία, η Κτηνιατρική, η Υδρολογία, η Γεωλογία κ.ά., αλλά και για Περιβαλλοντική Εκπαίδευση των μαθητών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας.


1.4 Η πολυπλοκότητα των λειτουργιών και αξιών

Οι λειτουργίες των υγροτόπων συνδέονται στενά μεταξύ τους. Μεταβολή της μιας μεταβάλλει και τις περισσότερες, αν όχι όλες τις άλλες. Οι αξίες των υγροτόπων απορρέουν από τις λειτουργίες, άρα υπάρχει αλληλεξάρτηση, ή μάλλον ένα πλέγμα αλληλεξαρτήσεων και ανάμεσα στις αξίες. Έτσι, η χρήση ή κατάχρηση μιας αξίας από τον άνθρωπο είναι ενδεχόμενο να μεταβάλει μια ή περισσότερες λειτουργίες του υγροτόπου, ή ακόμη και να προκαλέσει υπέρμετρη διατάραξη των λειτουργιών του. Ως συνέπεια θα υποβαθμιστούν ή θα χαθούν άλλες αξίες, ιδίως εκείνες που δεν μεταφράζονται άμεσα σε χρήμα, ή που είναι άγνωστες ακόμη και στους κατοίκους που ζουν κοντά στον υγρότοπο, ή που δεν έχει γίνει αντιληπτή η μεγάλη σημασία τους, ή που η οικονομική τους σημασία είναι μακροπρόθεσμη, ή συνδυασμός των προηγούμενων. Για παράδειγμα, η κατάχρηση της αρδευτικής αξίας ενός ποταμού, με την υπερβολική άντληση, μπορεί να προκαλέσει μείωση της ιχθυοπονικής του αξίας (αλλοίωση των τόπων ωοτοκίας των ψαριών), της αξίας του ως αποθήκης πόσιμου νερού (ρύπανση μέσω του στραγγιστικού δικτύου), της λιβαδοπονικής του αξίας (αλλοίωση της βλάστησης των υγρολίβαδων) κλπ. Εάν η άντληση ξεπεράσει κάποιο κρίσιμο όριο, είναι ενδεχόμενο να υποβαθμιστεί αυτή καθ’ εαυτή η αρδευτική αξία του συστήματος, εξαιτίας υπερβολικής αλλοίωσης της ποιότητας ή/και της ποσότητας του νερού (είσοδος πολλών γεωργικών ρύπων από το στραγγιστικό δίκτυο, πιθανώς και εισροή αλμυρού νερού). Αυτό θυμίζει το δράκο του παραμυθιού, που αφού καταβρόχθισε όλα τα ζώα με τα οποία συμβίωνε, άρχισε να τρώει την ουρά του και συνεχίζοντας προς τα πάνω έφαγε τελικά το ίδιο του το κεφάλι.

Αντίστροφα, υπάρχουν παραδείγματα κατά τα οποία η λογική χρήση μιας αξίας βελτιώνει τις άλλες, π.χ. η σωστή χρήση της παρόχθιας βλάστησης ενός ποταμού μπορεί να βελτιώσει την ιχθυοπονική αξία και την αξία του συστήματος από άποψη βιολογικής ποικιλότητας. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).

Πολλές από τις φυσικές λειτουργίες των υγροτόπων εξαρτώνται απόλυτα ή σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος του υγροτόπου: αποξηραίνοντας έναν υγρότοπο χάνουμε το σύνολο των αξιών που διέθετε, μειώνοντας όμως την έκταση ενός υγροτόπου, δεν μειώνουμε μόνον την αξία του υγροτόπου στο αντίστοιχο ποσοστό, αλλά μερικές αξίες μπορεί να χαθούν τελείως. Μειώνοντας την έκταση ενός υγροτόπου, μπορεί στο τέλος να έχουμε ένα σύστημα το οποίο να μη διαθέτει καμία από τις αξίες που είχε πριν από την παρέμβαση.

Ποιοτική υποβάθμιση υφίσταται ένας υγρότοπος και εξ αιτίας αλλοιώσεων και καταστροφών που συμβαίνουν στη λεκάνη απορροής του. Η ρύπανση, που μπορεί να είναι αστική, γεωργική ή βιομηχανική, μεταφέρεται μέσω του νερού και επηρεάζει την ποιότητά του. Οι ανθρώπινες κατασκευές και παρεμβάσεις (φράγματα, έργα εκτροπής ποταμών, εκχερσώσεις, πυρκαγιές) έχουν άμεση επίπτωση στην ποσότητα του νερού και των φερτών υλικών που καταλήγουν σ’ έναν υγρότοπο. Αλλά και διάφορες δραστηριότητες όπως παράνομο κυνήγι, λαθροϋλοτομία, αυθαίρετη δόμηση, υπεράντληση, κόψιμο των καλαμώνων κλπ που συμβαίνουν μέσα στην έκταση των υγροτόπων, συμβάλλουν στη υποβάθμισή τους.

Σήμερα ανακαλύπτουμε πως οι βιότοποι πρέπει να χρησιμοποιούνται με σύνεση. Με τέτοιο δηλαδή τρόπο που να αποφέρει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος σε μας σήμερα, χωρίς να στερήσει από τις μελλοντικές γενιές τη δυνατότητα να απολαύσουν εξίσου τα οφέλη που έχουν να τους προσφέρουν οι υγρότοποι (WWF – Ελλάς, 1993).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι σημαντικές λειτουργίες που επιτελεί ένα ποτάμιο οικοσύστημα προσφέρουν πλήθος αξιών που χρησιμοποιεί προς όφελός του ο άνθρωπος. Η αποτίμηση αυτών των αξιών είναι πολύ δύσκολο να αποδοθεί ποσοτικά γιατί έχει να κάνει και με τα ανθρώπινα συναισθήματα και την ανάγκη του να προσεγγίσει τη φύση, αλλά ακόμη έχει να κάνει και με την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου.

Back