Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

2. ΚΑΤΑ ΜΗΚΟΣ ΔΙΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ

2.1 Πηγές

Οι ποταμοί ξεκινούν είτε ως ρυάκια που σχηματίζονται από τις βροχοπτώσεις στα ψηλότερα σημεία του εδάφους, είτε από πηγές απ’ όπου αναβλύζουν υπόγεια νερά.

Υπόγεια νερά σχηματίζονται όταν αδιαπέραστα στο νερό στρώματα καλύπτονται από διαπερατά στρώματα εδάφους, μέσα από τα οποία επιφανειακά νερά διεισδύουν στο έδαφος. Αποκλεισμένα από την ενέργεια του ήλιου, είναι συνήθως απαλλαγμένα από οποιοδήποτε είδος ζωής. Όταν τα υπόγεια νερά βρουν μια φυσική διέξοδο, σχηματίζεται μια πηγή.

Οι φυσικοχημικές ιδιότητες των πηγών στο επίπεδο ανάβλυσής τους καθορίζονται από αυτές των υπογείων υδάτων: θερμοκρασία γενικά σταθερή, περιεκτικότητα οξυγόνου μερικές φορές χαμηλή, και μεγάλη έλλειψη οργανικών υλικών. Ανάλογα με τη φύση και τη ροή της πηγής, αυτές οι ειδικές συνθήκες διατηρούνται σ’ ένα μεγαλύτερο ή μικρότερο μήκος του ρέματος. Η ομοιομορφία αυτών των συνθηκών επιτρέπει τη διατήρηση οργανισμών με στενές οικολογικές απαιτήσεις, όπως η αλπική πλανάρια (Grenobia alpine), μικρό πλατυσμένο σκουλήκι των ψυχρών νερών. Η περίπτωση της αλπικής πλανάριας που αναφέρθηκε, αποτελεί λείψανο των παγετωδών περιόδων και η σημερινή περιοχή κατανομής της δεν είναι καθόλου συνεχής. Τη βρίσκουμε μόνο εκεί που επικρατούν κρύες πηγές, στα σύνορα μεταξύ υπόγειων και επιφανειακών νερών. Εκεί συναντώνται επίσης τυπικά οστρακόδερμα των υπογείων περιβαλλόντων όπως και κωπήποδα (ζωοπλαγκτόν) (Lacroix, 1991).

2.1.1 Πηγές με μεγάλη ροή 

Σχηματίζονται σ’ επικλινές έδαφος και δημιουργούν αμέσως ένα μικρό υδάτινο ρεύμα. Λίγοι οργανισμοί αποικίζουν τις πηγές μεγάλης ροής στο σημείο όπου αναβλύζουν. Ωστόσο γρήγορα εγκαθίσταται μια διαφοροποιημένη χλωρίδα και πανίδα. Προσκολλημένα φύκη (Periphyton) καλύπτουν τις πέτρες μ’ ένα γλιστερό ποικιλόχρωμο στρώμα. Στις ορεινές υποαλπικές ζώνες, τα βρύα είναι ιδιαίτερα σημαντικά, όπως και κάποια είδη αγρωστωδών(φυτά ως επί το πλείστον ποώδη, με κοίλους μίσχους, γραμμικούς σχηματισμούς φύλλων και άνθη με τη μορφή σταχυού, όπως η Glyceria maxima). Η βλάστηση των πηγών επεκτείνεται και στις όχθες των υδάτινων ρευμάτων.

Η πανίδα περιλαμβάνει βενθικούς οργανισμούς προσαρμοσμένους σε γρήγορα ρεύματα: Προνύμφες εφημεροπτέρων της οικογένειας Baetidae όπως και σε μικρότερους αριθμούς προνύμφες διπτέρων της οικογένειαςChironomidae. Meτακινήσεις ειδών παρατηρήθηκαν ανάμεσα στο κυρίως ρεύμα και στις όχθες του, οι οποίες παίζουν βασικό ρόλο για τον κύκλο ζωής των οργανισμών. Π.χ. σκαθάρια της οικογένειας των Hydraeridaeßρίσκονται ως ενήλικα άτομα σε πετρώδη ρέματα, αλλά κατά τα προνυμφικά τους στάδια κατοικούν στις όχθες του νερού για να εισπνέουν αέρα. Η αντίθετη μετακίνηση μπορεί να συμβεί στα σκαθάρια της οικογένειας τωνElmidae (Hynes, 1972).

2.1.2 Πηγές με μικρή ροή 

Αναβλύζουν από το εσωτερικό του εδάφους κι έχουν πολύ μικρή παροχή, δημιουργούν βαλτώδεις ζώνες, έλη και πολλές φορές τυρφώνες. Αντίθετα από τις άλλες πηγές, αυτές προσφέρουν στους οργανισμούς πολύ μεταβαλλόμενες συνθήκες, ιδιαίτερα όσον αφορά στη θερμοκρασία. Βρίσκονται συχνά σε υψόμετρο, σκεπασμένες με βρύα και είδη αγρωστωδών. Σ’ αυτές συχνάζουν πολυάριθμα αμφίβια και προνύμφες εντόμων, προσαρμοσμένα σε ασθενικά ρεύματα.

2.1.3 Πηγές με μηδενική ροή 

Δημιουργούν κοιλότητες γεμάτες νερό. Αυτές οι κοιλότητες μπορεί να εμφανίζονται ως απλές γούρνες ή αληθινές λίμνες. Σε αμμώδες έδαφος, τέτοιου είδους πηγές μπορούν σκάβοντας να σχηματίσουν εκτεταμένα χωνιά. Οι βιολογικές κοινωνίες αυτών των πηγών είναι οι ίδιες που υπάρχουν στα στάσιμα νερά.

2.2 Το ανώτερο τμήμα των πηγών

Όπως είδαμε, το ανώτερο τμήμα των ποταμών χαρακτηρίζεται από γρήγορη και ταραχώδη ροή, από εκτεταμένη διάβρωση και από χαμηλές θερμοκρασίες, συνθήκες που λίγο ευνοούν τη χλωρίδα και την πανίδα.

2.2.1 Περίφυτον

Η στροβιλώδης ροή του νερού δεν επιτρέπει, παρά περιορισμένη ανάπτυξη της βλάστησης.

Η χαρακτηριστική υδρόβια βλάστηση αυτού του τμήματος είναι το Periphyton, που περιλαμβάνει προσκολλημένα διάτομα, χλωροφύκη (πράσινα φύκη), κυανοβακτήρια (μπλε-πράσινα φύκη) και μερικές άλλες ομάδες όπως ροδοφύκη, χρυσοφύκη, κλπ (Sheath & Cole, 1992).

Η ανάπτυξη των μικρών αυτοτρόφων περιορίζεται από το λιγοστό φως που περνά από τους πυκνούς δασικούς σχηματισμούς και από την έλλειψη θρεπτικών (κυρίως φωσφορικών). Τα ανώτερα φυτά σχεδόν απουσιάζουν, αν και μερικά είδη, όπως η επιπλέουσα νεραγκούλα (Ranunculus fluitans), μπορούν ν’ αναπτυχθούν σε ζώνες με λίγο πιο ήσυχα νερά. Epίσης βρύα είναι ικανά να προσκολληθούν στα χαλίκια και τους βράχους και να σχηματίσουν αρκετά πυκνούς τάπητες.

2.2.2 Ασπόνδυλα

Οι μικροί αυτότροφοι οργανισμοί στηρίζουν μια μεγάλη ποικιλία φυτοφάγων εντόμων (βοσκητές), όπως προνύμφες των εφημεροπτέρων, τριχοπτέρων αλλά και διπτέρων, κολεοπτέρων και λεπιδοπτέρων. Ωστόσο δεν αποτελούν και τη μοναδική πηγή τροφής. Πολυάριθμες φερτές οργανικές ύλες, φυτικές και ζωικές, από το εξωτερικό περιβάλλον (π.χ. τεράστιες ποσότητες φύλλων και κλαδιά) εμπλουτίζουν τις πρώτες ύλες του ποταμού.Επειδή η αυτόχθονη φυτική παραγωγή είναι μηδαμινή αυτές οι αλλόχθονες οργανικές ύλες εξασφαλίζουν περισσότερο από το 90% των ενεργειακών εισροών των εντόμων (Lacroix, 1991).
Κατά τη διάρκεια της πορείας του ποταμού, από το ανάντι στο κατάντι, αυτό το χονδρόκοκκο οργανικό υλικό (Χ.Ο.Υ.) μεταβολίζεται από μύκητες, βακτήρια και πρωτόζωα και τεμαχίζεται από ασπόνδυλα, ιδίως προνύμφες εντόμων (τριχοπτέρων, πλεκοπτέρων), υδρόβια σαλιγκάρια και καρκινοειδή (τεμαχιστές). Απ’ αυτές τις διασπάσεις το Χ.Ο.Υ. μετατρέπεται σε λεπτόκοκκο οργανικό υλικό (Λ.Ο.Υ.) αλλά παράγονται ταυτόχρονα καιδιαλυμένες στο νερό οργανικές ουσίες (Δ.Ο.Ο.). Το Λ.Ο.Υ. και το Δ.Ο.Ο. είναι χαμηλότερης θρεπτικής αξίας από το Χ.Ο.Υ. και μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις από το σημείο προέλευσης τους μέχρι την τελική ανοργανοποίησή τους.
Άλλα ασπόνδυλα, προνύμφες των Simuliidae και των τριχοπτέρων, δίθυρα (μύδια), φιλτράρουν τα μικρότερα κομμάτια και γι’ αυτό ονομάζονται διηθηματοφάγοι (υπολειμματοφάγοι).
Η καλή οξυγόνωση του ρεύματος του νερού ευνοεί εξ ίσου την αύξηση του αριθμού των σαρκοφάγων ασπονδύλων (είδη οικογενειών των εφημεροπτέρων, τριχοπτέρων, διπτέρων, κολεόπτερων) των οποίων η κυνηγετική δραστηριότητα απαιτεί μεγάλη κατανάλωση ενέργειας (θηρευτές) (Cummins & Klug, 1979 – Anderson & Sedell, 1979 – Wallace & Merrit, 1980).

Οι οργανισμοί που αποικούν αυτό το κομμάτι του ποταμού είναι προνύμφες εντόμων που έχουν τις ανάλογες προσαρμογές στα ισχυρά ρεύματα, ή προστατεύονται σε διάφορα καταφύγια της ετερογενούς και καλά οξυγονωμένης κοίτης των ρεμάτων. Αυτά ανήκουν κυρίως στις τάξεις των πλεκοπτέρων (Perla), των εφημεροπτέρων (Ephemera), των τριχοπτέρων (Stenophylax, Drusus) και των διπτέρων. Αλλά και άλλα ασπόνδυλα παρευρίσκονται, όπως καρκινοειδή (καβούρια, αστακοί, γαρίδες), μαλάκια (Ancylus, Margaritifera), σκουλήκια (πλανάριες) και ακάρεα (Hydrocarine). Τα ορεινά ρέματα στηρίζουν λιγότερα είδη απ’ ό,τι οι χορταριασμένες εκτάσεις και η επιπλέουσα βλάστηση στο μέσον ή στα κατώτερα τμήματα των ποταμών (Hynes, 1972).

2.2.3 Ψάρια

Το ανώτερο τμήμα των ποταμών είναι αναμφισβήτητα χώρος κυριαρχίας των σολωμοειδών. Το καλύτερα προσαρμοσμένο ψάρι στα ψυχρά (50C έως 100C) και καλά οξυγονωμένα νερά είναι η βουνίσια πέστροφα(Salmo trutta). Αυτό το μη νομαδικό σωλομοειδές, μήκους 15 έως 30cm, είναι σαρκοφάγο και τρέφεται με πολυάριθμα υδρόβια ασπόνδυλα (τριχόπτερα, εφημερόπτερα, πλεκόπτερα), με μικρότερα ψάρια, κι έχει παρατηρηθεί ακόμη και κανιβαλισμός. Μετακινείται λίγο, είναι μοναχικό και ψάχνει καταλύματα προστατευμένα από το ρεύμα. Το φθινόπωρο ανεβαίνει σε ορεινές περιοχές για να ωοτοκήσει, σε υψόμετρα μεγαλύτερα από 2000m (ανάδρομο είδος).

Άλλα ψάρια που υπάρχουν στη ζώνη της πέστροφας είναι ο φοξίνος ή κοκκινόγαστρος (Phoxinus phoxinus) π.χ. στον ποταμό Λουδία, Στρυμόνα και Φιλιούρη της Θράκης. Είναι ένα μικρό κυπρινοειδές του βυθού, μήκους 10cm περίπου. Η βελονίτσα (Cobitis vardarensis) aπαντάται σε ποταμούς της Κ. Μακεδονίας και στον Πηνειό. Το γένος Orthrias aπαντάται στον Αξιό με τον βίνο (Orthrias barbaturus) και στο Στρυμόνα και στο Νέστο με το πετροχείλι (Orthrias brandti ). To σπάνιο γκαβόχελο (Eudontomyzon hellenicus) pου βρέθηκε μόνο στο σύστημα του ποταμού Λούρου και Στρυμόνα, μοιάζει με χέλι, αλλά το στόμα του είναι σαν βεντούζα με την οποία προσκολλάται στο σώμα άλλων ψαριών. Το προνυμφικό στάδιο αυτού του ψαριού διαρκεί 4-6 χρόνια, ενώ το στάδιο του ενήλικου, μόνο 2-3 εβδομάδες, επειδή το έντερό τους είναι ατροφικό και μη λειτουργικό. Οι προνύμφες του, που λέγονται «αμμόκοιτοι«, γεννιούνται και αναπτύσσονται σε αμμο-ιλυώδες ίζημα. (Οικονομίδης, 1992).

Σε λίγο πιο ζεστά και ήρεμα νερά (10-150C) του ανώτερου τμήματος, η πέστροφα και γενικώς τα σολωμοειδή περιορίζονται, ενώ αρχίζουν να εμπλουτίζουν τα νερά τα κυπρινοειδή όπως ο γουρουνομύτης (Chondrostoma vardarensis), με πλατειά κατανομή στους ποταμούς της Ηπείρου, Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης, το τσιρωνάκι (Alburnoides bipunctatus), που με διάφορα υποείδη του απαντάται στην Ήπειρο, Μακεδονία και Θεσσαλία, το γυφτόψαρο (Gobio gobio) με υποείδη που κατανέμονται σε ποταμούς της Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Θράκης κλπ. (Οικονομίδης, 1991).

Τα ψάρια του ανώτερου τμήματος των ποταμών, εκτός των σολωμοειδών που είναι στενοθερμικά είδη, απαντώνται και σε κατώτερα τμήματα ποταμών, εάν οι συνθήκες ανταποκρίνονται στις περιβαλλοντικές τους απαιτήσεις.

2.2.4 Άλλοι οργανισμοί του ανώτερου τμήματος

Ο πιο χαρακτηριστικός ιπτάμενος κάτοικος των ορεινών καθαρών ρεμάτων της χώρας μας, ο νεροκότσυφας (Cinclus cinclus), δεν είναι πολύ κοινός. Χοντρό πουλί, λίγο μεγαλύτερο από τον σπουργίτη, ζει στα καθαρά νερά των ρυακιών. Τρέφεται με έντομα, μαλάκια, νεαρά ψαράκια, γαριδούλες, βουτώντας, κολυμπώντας ή ακροβατώντας πάνω στα νερά και μέσα στους καταρράχτες! Όπου τον δούμε, καταλαβαίνουμε ότι εκεί το νερό είναι κρυστάλλινο. Άλλα πουλιά που μπορεί να συναντήσουμε είναι η σταχτοσουσουράδα (Motacilla cinerea), μικρό γκριζοκίτρινο πουλάκι που προτιμά τα ορεινά ποτάμια, μόνο το καλοκαίρι, και η αλκυόνα (Alcedo atthis), ένας μικρός, πολύχρωμος ικανότατος ψαράς που τρώει και ασπόνδυλα και βατράχια. Επίσης κάποια είδη της οικογένειας σκολοπακίδων στην οποία ανήκει και η μπεκάτσα, όπως π.χ. ο ποταμότρυγγας (Actitis hypoleucos), με το χαρακτηριστικό μακρύ και λεπτό ράμφος αυτής της οικογένειας (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

Το χαρακτηριστικό θηλαστικό αυτού του τμήματος είναι η βίδρα ή ενυδρίς (Lutra lutra) που ζει σ’ ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κέρκυρα. Νυκτόβια άριστη κολυμβήτρια, λατρεύει τα καθαρά γρήγορα νερά και τρέφεται με τα πάντα: ασπόνδυλα, βατράχια, πουλιά, ψάρια. Καταναλώνει κάθε μέρα τροφή βάρους περίπου ισοδύναμου με το βάρος του κορμιού της. Η χαμηλή, θαμνώδης αλλά και δενδρώδης φυτοκάλυψη γύρω από την περιοχή διαβίωσής της είναι απαραίτητη για την προστασία από τους εχθρούς της. Κρύβεται μέσα σε σκαμμένες ρίζες πλατανιών, βατομουριάς, καλαμιών κλπ. Μόνο στην Ελλάδα διατηρούνται σημαντικοί πληθυσμοί βίδρας, ενώ σ’ όλη την Ευρώπη έχουν μειωθεί σημαντικά.

Σ’ αυτά τα νερά συχνάζει ο αλπικός τρίτωνας (Triturus alpestris), που μοιάζει με μικρογραφία δράκοντα αλλά είναι εντελώς άκακος. Άλλα είδη ορεινών αμφιβίων είναι η κιτρινόκοιλη βομβίνα (Bombina variegata), και ηκοκκινόκοιλη βομβίνα (Bombine bombine) pου βρέθηκε στη Θράκη και τη Δ. Μακεδονία, ο βάτραχος των βουνών (Rana dalmatina) και η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra). (Σοφιανίδου, 1992).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ταχύτητα του ποταμού είναι ο παράγοντας κλειδί για τη ζωή που αναπτύσσεται σ’ αυτόν, γιατί ελέγχει πολλές από τις άλλες περιβαλλοντικές παραμέτρους, και μαζί με τις υπερχειλίσεις και τις φερτές οργανικές ύλες, καθορίζει το είδος, τη σύνθεση και τη λειτουργία των βιολογικών κοινωνιών του ρέματος. Οι οργανισμοί που απαντώνται στό ανώτερο κομμάτι του ποταμού είναι προσαρμοσμένοι σε στενά οικολογικά όρια, γι’ αυτό και είναι τόσο ευαίσθητοι στις εξωτερικές διαταραχές, όπως η ρύπανση ή οι επεμβάσεις από τον άνθρωπο.

2.3 Το μεσαίο τμήμα των ποταμών

Φτάνοντας στην κοιλάδα, το ποτάμι αλλάζει μορφή και η ροή του μεταβάλλεται. Η καλοκαιρινή θερμοκρασία μπορεί να φτάνει τους 200C οπότε επιτρέπει μια πιο εκτεταμένη ανάπτυξη της χλωρίδας και της πανίδας. Με τη μείωση των αναταράξεων και την αύξηση της θερμοκρασίας, η οξυγόνωση του νερού εξαρτάται όλο και περισσότερο από τον μεταβολισμό των οργανισμών. Τα οργανικά τρίμματα που έχουν φθάσει έως εδώ από το ανώτερο τμήμα μικραίνουν όλο και περισσότερο (Λ.Ο.Υ.). Οι εξωτερικές εισροές σιγά – σιγά μειώνονται και η εγκατάσταση ανώτερων φυτών ελαττώνει τη σπουδαιότητα της ετεροτροφίας.

2.3.1 Υδρόβια μακρόφυτα

Αν ορισμένοι παράγοντες όπως το υψόμετρο, η φύση του υποστρώματος (άμμος, λάσπη), η κλίση, το είδος των ιζημάτων, η σκληρότητα του νερού και η σταθερότηταπου εμφανίζει η ροή του νερού είναι ευνοϊκοί, τότε μπορεί, αντί για μεμονωμένα φυτικά είδη, να αναπτυχθεί υδρόβια βλάστηση (Lacroix, 1991)

Ένα σύνολο φυτικών ειδών, η λεγόμενη χλωρίδα, ανάλογα με τον τρόπο ανάπτυξης της, τις σχέσεις της με τους αβιοτικούς παράγοντες (κλίμα, σύσταση του εδάφους) και με τους βιοτικούς (επιδράσεις ανθρώπων και ζώων) αλλά και ανάλογα με τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των διαφορετικών ειδών της, μπορεί να σχηματίζει μια πλούσια η μια φτωχή βλάστηση.

Τα ποτάμια δεν επηρεάζουν μόνο την αφθονία και την ποικιλία των υδρόβιων μακροφύτων, αλλά επιδρούν με τις περιοδικές υπερχειλίσεις τους και στη βλάστηση όλης της περιοχής γύρω απ’ αυτό. Η υδρόβια βλάστηση θεωρείται ως ο περισσότερο φυσικός και ανέγγιχτος μέχρι σήμερα, ανεπηρέαστος από ανθρώπινες δραστηριότητες, τύπος βλάστησης.Γι’ αυτό ειδικά σήμερα, τα υδάτινα συστήματα θεωρούνται πολύ σημαντικά και όλοι συζητούν και επιδιώκουν περισσότερο την προστασία τους (Μπαμπαλώνας, 1997).

Στη βλάστηση αυτού του τμήματος του ποταμού κυριαρχούν τα ανώτερα υδρόβια φυτά (αγγειώδη), αλλά συμμετέχουν και βρυόφυτα, μικροσκοπικά φύκη και μακροφύκη. Η μεγαλύτερη βιομάζα αυτών των ομάδων αναπτύσσεται σε ποτάμια μεσαίου μεγέθους, κανάλια και όχθες ποταμών όπου ούτε το βάθος, ούτε η ταχύτητα είναι μεγάλα (Westlake, 1975, b).

Ανάλογα με τον τύπο «προσκόλλησής» τους, τα υδρόβια μακρόφυτα μπορούν να ενταχθούν σε 4 κατηγορίες:
Η 1η κατηγορία περιλαμβάνει υδρόβια μακρόφυτα ριζωμένα στο έδαφος, που προεξέχουν της επιφάνειας του νερού, και οι θέσεις όπου είναι ριζωμένα καλύπτονται, έστω και εποχιακά, από τα νερά. Αυτά ονομάζονταιυπερυδατικά και περιλαμβάνουν είδη αγροστώδών όπως η Molinia, το κοινό καλάμι (Phragmites communis) αλλά και άλλων  μακροφύτων όπως ψαθιά (Carex, Scirpus, Juncus), Typha, Sparganium, Iris κλπ. Το ύψος αυτών των υδρόβιων φυτών κυμαίνεται από 1,5 έως 4m (ψηλότερο είναι το καλάμι).
Η 2η κατηγορία περιλαμβάνει είδη ριζωμένα στο υπόστρωμα, που τα φύλλα τους επιπλέουν στην επιφάνεια του νερού (εφυδατικά). Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα άσπρα νούφαρα (Nymphaea alba) και τα κίτρινα νούφαρα (γένους Nuphur ή Nymphoides) με καρδιόσχημα μεγάλα φύλλα που επιπλέουν. Υπάρχουν όμως και είδηπου φέρουν ταυτόχρονα επιπλέοντα, βυθισμένα και εναέρια φύλλα. Η ετερογένεια στη μορφή αυτών των φύλλων είναι χαρακτηριστική. Τα βυθισμένα έχουν μορφή κπρδέλλας, τα επιπλέοντα είναι πλατειά, καρδιόσχημα ή οβάλ και τα εναέρια είναι μακρόστενα και μυτερά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Sagittaria sagittifolia.
Η 3η κατηγορία περιλαμβάνει φυτά που ζουν βυθισμένα εξ ολοκλήρου μέσα στο νερό (υφυδατικά). Τέτοια είναι η Elodea canadensis και είδη του γένους Ranunculus (νερανγκούλα) και του Potamogeton. Κάποια είδη όμως του Ranunculus και του Potamogeton φέρουν και επιπλέοντα φύλλα.
Η 4η κατηγορία περιλαμβάνει υδρόβια μακρόφυτα που δεν είναι ριζωμένα ή προσκολλημένα στο υπόστρωμα αλλά οι έρπουσες ρίζες τους επιτρέπουν να πλέουν ελεύθερα μέσα ή στην επιφάνεια του νερού. Είναι είδη του γένους Lemna, Callitriche, των κερατόφυλλων (Ceratophyllum), των μυριόφυλλων (Myriophyllum). Μερικά είδη όμως των τελευταίων μπορεί να είναι προσκολλημένα στο υπόστρωμα με ριζοειδείς κατασκευές. Τα ελεύθερα πλέοντα υδρόφυτα σχηματίζουν πραγματικούς τάπητες επάνω στην επιφάνεια των νερών (Μπαμπαλώνας, 1977).

Τα απομεινάρια των φυτών που επιπλέουν στην επιφάνεια, συσσωρεύονται στο βυθό μειώνοντας το βάθος. Επίσης τα φυτά που στηρίζονται στο υπόστρωμα με ρίζες μειώνουν το βάθος ακόμη περισσότερο. Η μείωση αυτή του βάθους του νερού βοηθά στην εμφάνιση νέων φυτών, που μπορούν να αναπτυχθούν μόνο στα ρηχά. Έτσι τα υδρόβια φυτά έχουν τη δυνατότητα ν’ αντικαθιστούν το ένα τ’ άλλο με επιτυχία.

Αυτό επιβεβαιώνει πως τίποτε στη φύση δεν είναι σταθερό και πως με διάφορους τρόπους αλλάζει συχνά η μορφή ζωής σε κάθε μέρος. Πολλές φορές χρειάζεται η απομάκρυνση κάποιου είδους ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη κάποιου άλλου.

Τα υδρόβια μακρόφυτα είναι λιγότερο πρόσφορα για τη βόσκηση των ασπονδύλων, απ’ ότι το Periphyton.

2.3.2 Ασπόνδυλα

Η πανίδα των ασπονδύλων εξαρτάται από διάφορους παράγοντες:
Εξαρτάται από τη φύση του υποστρώματος. Στις αμμώδεις ομογενείς και ασταθείς ζώνες η πανίδα είναι λίγο διαφοροποιημένη, αλλά μπορεί να περιλαμβάνει μεγάλους αριθμούς σκαπτικών,συλλεκτικών ή σαρκοφάγωνοργανισμών. Τα αργιλο-ιλυώδη υποστρώματα που είναι πιο σταθερά, λόγω της συσσωμάτωσης υλικών πολύ μικρής διαμέτρου που παίζουν ρόλο συνδετικό (κολλοειδή υλικά) στηρίζουν κυρίως σκαπτικούς οργανισμούς (Lacroix, 1991).
Εξαρτάται από την τροφή. Σε ζώνες πλούσιες κυρίως σε Periphyton παρατηρείται κυριαρχία βοσκητών που τρέφονται ξύνοντας το υπόστρωμα (πολυάριθμες προνύμφες εφημερόπτερων, τριχοπτέρων και διπτέρων). Τα Gammarus (γαρίδες του γλυκού νερού) είναι άφθονα ανάμεσα στα βρύα. Οι μεγάλες ποσότητες Λ.Ο.Υ. που προέρχονται από την διάσπαση του Χ.Ο.Υ. συντελούν στην αύξηση του αριθμού των συλλεκτών ενώ ο αριθμός τωντεμαχιστών περιορίζεται.
Εξαρτάται και από τη ροή. Πυκνή βλάστηση από μακρόμισχα αγριόχορτα στα βαθιά νερά επιβραδύνει την ταχύτητα του ρεύματος, κι αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη ζωικών κοινωνιών ανάλογων με μιας λίμνης. Περιοχές με ρηχά γρήγορης ροής νερά και με φυτά προσαρμοσμένα στην ταχύτητα όπως οι νεραγκούλες, στηρίζουν είδη προσαρμοσμένα σε γρήγορα ρεύματα, όπως προνύμφες εφημεροπτέρων (Baetidae καιEphemerellidae), τριχοπτέρων (Brachycentridae και Leptoceridae), διπτέρων (Simulidae) και μαλάκια. Αυτά είναι περισσότερο κοινά στην επιφάνεια των φυτών όπου οι ταχύτητες είναι μεγαλύτερες (Hynes, 1972). Μερικές νύμφες των Odonata (Gomphus, Galopteryx), ασπόνδυλα-κολυμβητές όπως κολεόπτερα (Dytiscus), βδέλλες και έντομα της επιφάνειας παρατηρήθηκαν κοντά στις όχθες όπου η ταχύτητα του ρεύματος είναι μικρή.

Πρωτόγονα μικροσκοπικά έντομα που ονομάζονται Collembola, tο μέγεθος των οποίων δεν ξεπερνά την κεφαλή καρφίτσας, πηδούν στην επιφάνεια του νερού. Πολύ μεγαλύτερα έντομα, όπως το Gerris, οργανισμός με πολύ μακριά πόδια και τριχοειδή πέλματα, βαδίζει πάνω στην επιφάνεια και τρώει Collembola και μικρά έντομα ξηράς που έχουν πέσει στο νερό. Τα τριχίδια των ποδιών του ωθούν το νερό, και αυτό σπρώχνει το έντομο πάνω από τη μεμβράνη του νερού. Αν το σπρώξει κανείς κάτω από τη μεμβράνη του νερού, το Gerris κινδυνεύει να πνιγεί.

2.3.3 Ψάρια

Στο ρεύμα του ποταμού δεν συχνάζουν τώρα πια σολωμοειδή, αλλά κυπρινοειδή του γένους Barbus με υψηλότερο σώμα, όπως το μουστακάτο (Barbus barbus) που αναγνωρίζεται αμέσως από τ’ αγκάθια του και το στόμα του που κατευθύνεται προς τα κάτω. Είναι ψάρι παμφάγο που τρέφεται με ζώα και βενθικά φυτά και απαντάται στον Αξιό και στον Αλιάκμονα.

Το στροσίδι (Barbus albanicus), απαντάται στους ποταμούς της Δ. Ελλάδας, ενώ υποείδη της βιργιάνας (Barbus cyclolepis), κατανέμονται από την Β. και Α. έως την Κεντρική Ελλάδα. Το κυπρινοειδές που το συνοδεύει είναι κυρίως το τυλινάρι (Leuciscus cephalus) με πλατιά κατανομή, εκτός της Πελοποννήσου, της Αττικής και της Βοιωτίας. Άλλα κυπρινοειδή που μπορεί να βρεθούν στους ποταμούς Αξιό, Αλιάκμονα, Λουδία, Πηνειό είναι είδη του γένους Gobio, όπως το σπάνιο μυλωνάκι (Gobio kessleri ) και ο μουστακάς (Gobio uranoscopus). Σε πολλά ποτάμια επίσης της Β. Ελλάδας, από τον Έβρο έως τον Πηνειό της Θεσσαλίας, μπορεί να βρεθεί η σπάνια μαλαμίδα (Vimba melanops). Ο γουλιανός (Silurus glanis) aπαντάται επίσης σε ποτάμια της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, όχι μόνο στο μεσαίο αλλά και στο κατώτερο τμήμα των ποταμών, όπως και άλλα επίσης από τα προαναφερόμενα είδη, αναλόγως των τοπικών περιβαλλοντικών συνθηκών (Οικονομίδης, 1991).

2.3.4 Πουλιά

Πολύ περισσότερα πουλιά ζουν εδώ, σε περιοχές όπου το ρεύμα είναι πιο αργό και η βλάστηση πιο ανεπτυγμένη. Πουλάδες και πάπιες τρέφονται και γεννούν κοντά στις όχθες. Οι νεροπουλάδες (Porzana), η νεροκοτσέλα(Rallus aquaticus) και η νερόκοτα (Gallinula chloropus) προτιμούν τα ρηχά νερά και τις καλαμιές των βάλτων όπου κρύβονται. Φωλιάζουν κυρίως στη Β. Ελλάδα, αλλά ξεχειμωνιάζουν σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι «όνομα και πράγμα», με κοντές στρογγυλεμένες φτερούγες, κοντή ανασηκωμένη ουρά και αδέξιο, σύντομο, βαρύ πέταγμα.

Από τα 20 είδη πάπιας, το πιο τυπικό είδος είναι η πρασινοκέφαλη πάπια (Anas platyrhynchos), που πήρε τ’ όνομά της από την εμφάνιση του αρσενικού. Φωλιάζει και ξεχειμωνιάζει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Απαντάται σε όλους τους υγρότοπους της πατρίδας μας. Η σαρσέλα (Anas querquedula) και το κιρκίρι (Anas crecca) είναι οι μικρότερες πάπιες που υπάρχουν. Η σαρσέλα είναι το μόνο είδος που εγκαταλείπει όλη την Ευρώπη και ξεχειμωνιάζει εξ ολοκλήρου στην Αφρική. Φωλιάζει στη Β. και Δ. Ελλάδα. Το κιρκίρι, η μικρότερη πάπια της Ευρώπης (μέγιστο μήκος 36cm) ξεχειμωνιάζει στην Ελλάδα, και είναι ένα φασαριόζικο, φλύαρο πουλί, που πετά σε πυκνά σμήνη και περιμένει το βράδυ για να τραφεί. Το σφυριχτάρι (Anas penelope) ξεχειμωνιάζει στη χώρα μας κατά τους μεγαλύτερους αριθμούς, πετάει σε ευθεία γραμμή και προτιμά περισσότερο, όπως και η σαρσέλα, ρηχούς, παράκτιους υγρότοπους.

Αλκυόνες, οχθοχελίδονα και μελισσοφάγοι φωλιάζουν σε στοές που κατασκευάζουν σε σχετικά κάθετες όχθες ποταμών. Το οχθοχελίδονο (Riparia riparia) είναι το μικρότερο χελιδόνι της Ευρώπης, μόλις 12cm και συναντάται μόνο το καλοκαίρι στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη, ενώ περνούν κοπάδια από τη ΒΑ. Ελλάδα μόνο κατά τη μετανάστευσή του. Είναι πολύ ευαίσθητα στην ανθρώπινη παρενόχληση. Ο μελισσοφάγος(Merop apiaster) που μοιάζει με την αλκυόνα, είναι το πιο πολύχρωμο ελληνικό πουλί και δεν τρώει μόνο μέλισσες, αλλά γενικώς έντομα.

Καλοκαιρινός επισκέπτης επίσης στην Ελλάδα είναι κι ο ποταμοσφυριχτής (Charadrius dubius), ένα μικρό πουλάκι από την Αφρική που αντιμετωπίζει όλο και περισσότερους κινδύνους στις αμμώδεις και χαλικώδεις όχθες όπου φωλιάζει, λόγω των ανθρώπινων παρεμβάσεων (π.χ. αμμοληψίες).

Δυο σπάνια πουλιά, που σπανίζουν όλο και περισσότερο, θα μπορούσε να δει κανείς με λίγη ή πολλή τύχη, τον μαυροπελαργό (Ciconia nigra) σε απομακρυσμένες δασώδες περιοχές κοντά σε έλη, λίμνες, ποτάμια της Β. και Κ. Ελλάδας και Λέσβου και την εξωτική χαλκόκοτα (Plegadis falcinellus) σε οποιονδήποτε υγρότοπο, ιδιαίτερα το φθινόπωρο ή την άνοιξη που μεταναστεύει. Ο μαυροπελαργός ή μαυρολελέκι, σε αντίθεση με τον λευκό, είναι δειλό και μοναχικό πουλί. Υπολογίζεται ότι μόνον 20 ζευγάρια ίσως έχουν απομείνει στη χώρα μας. Η χαλκόκοτα εντάσσεται στα κινδυνεύοντα είδη. Και τα δυο πουλιά χρειάζονται αποτελεσματική προστασία των βιοτόπων τους.

Η καστανοπαπαδίτσα (Parus palustris) είναι ένα πολύ μικρό πουλάκι που συχνάζει σε ρεματιές, βάλτους, ποταμιές της ορεινής κεντρικής και βόρειας Ελλάδας και φωλιάζει σε τρύπες δέντρων, ενώ η σακουλοπαπαδίτσα(Remiz pendulinus) κατασκευάζει μια κρεμαστή φωλιά, σαν σακούλι, σε κλαδιά δένδρων όπως η ιτιά ή σε καλαμώνες. Από τους ερωδιούς, ο σταχτοτσικνιάς (Ardea cinerea), ο μεγαλύτερος κι ο πιο διαδεδομένος της Ευρώπης, μπορεί να παρατηρηθεί όλο το χρόνο στους περισσότερους υγρότοπους, να ψαρεύει στα ρηχά όχι μόνο ψάρια, αλλά και βατράχια και ασπόνδυλα και ποντίκια ακόμη. Στήνει τη φωλιά του πάνω στα δέντρα ή μέσα στις καλαμιές κατά αναπαραγωγικές αποικίες και προστατεύεται από το νόμο όπως όλοι οι ερωδιοί. (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

2.3.5 Αμφίβια

Όλα τα είδη των τριτώνων είναι υδρόβια. Μπορεί κανείς να συναντήσει τον χτενοτρίτωνα ή λοφιοφόρο τρίτωνα (Triturus cristatus) ή τον τελματοτρίτωνα (Triturus vulgaris). Από τους βάτραχους, όλα τα είδη του γένουςRana eίναι υδρόβια, όπως το Rana balcanica που περιλαμβάνει όλους τους νεροβάτραχους της Ελλάδας, εκτός της Θράκης όπου κυριαρχεί το Rana ridibunda (Σοφιανίδου, 1992).

Τα αμφίβια ζουν στο νερό και σε υγρά μέρη του εδάφους, όπως κάτω από πέτρες ή υγρούς κορμούς δένδρων στα δάση. Οι τρίτωνες προτιμούν περισσότερο υγρά περιβάλλοντα απ’ ό,τι οι βάτραχοι, οι οποίοι αντέχουν περισσότερο σε ξηρά περιβάλλοντα. Κατά την εποχή της ωοτοκίας τους είναι απαραίτητο το υγρό περιβάλλον για την εναπόθεση των αυγών τους. Τα ανώριμα άτομα είναι συνήθως υδρόβια και τα ενήλικα ποτέ δεν απομακρύνονται από το νερό. (Σκλαβούνου, 1992).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο μεσαίο τμήμα των ποταμών παρατηρούμε διαφοροποίηση της χλωρίδας και της πανίδας. Τα νερά αρχίζουν να αποκτούν πιο ομαλή ροή, και γίνονται πιο πλούσια σε διαθέσιμα θρεπτικά. Αρχίζουν να εμφανίζονται οι πρώτοι τύποι βλάστησης ενώ η ποικιλία των ζώων, ιδίως ψαριών και πουλιών, αυξάνει, γιατί έχουμε πολλές ιδιαίτερες επί μέρους συνθήκες που στηρίζουν οργανισμούς με διαφορετικές περιβαλλοντικές απαιτήσεις.

2.4 Το κατώτερο τμήμα των ποταμών

Το ποτάμι έχει μεγαλώσει σε μέγεθος και η κοίτη του αποτελείται από λεπτό ίζημα. Η καλοκαιρινή του θερμοκρασία ξεπερνά συχνά τους 200C. Στην πεδιάδα, η θερμική συμπεριφορά ενός αργού ποταμού δε διαφέρει και πολύ απ’ αυτήν ενός περιβάλλοντος με στάσιμα νερά. Μια κατακόρυφη θερμική στρωμάτωση παρατηρείται μερικές φορές κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε ποτάμια με μεγάλα βάθη. Σ’ αυτά η ποσότητα του διαλυμένου οξυγόνου παρουσιάζει πτωτική τάση κατά το θέρος και η οξυγόνωση του νερού εξαρτάται όλο και περισσότερο από το μεταβολισμό των οργανισμών. Χαρακτηριστικό έλλειμμα οξυγόνου μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας στα βαθιά στρώματα που είναι πλούσια σε μικροοργανισμούς.

Επιφορτισμένο με αιωρούμενα υλικά που έχουν μεταφερθεί έως εκεί, το νερό δεν επιτρέπει τη διείσδυση του φωτός παρά σε μικρό μόνο βάθος. Η ανάπτυξη λοιπόν μακροφύτων και Periphyton είναι μειωμένη. Η φυτική παραγωγή τώρα εξασφαλίζεται κυρίως από μονοκύτταρα αιωρούμενα φύκη (φυτοπλαγκτόν) που αναπτύσσονται κυρίως στα ανώτερα στρώματα των υδατοσυλλογών, και από τυπικά μακρόφυτα στάσιμων νερών που αναπτύσσονται κοντά στις όχθες (Allan, 1995).

2.4.1 Πλαγκτόν

Οι μικροσκοπικοί οργανισμοί (μέγεθος μικρότερο από ένα χιλιοστό του χιλιοστού έως μερικά χιλιοστά) που κολυμπούν ελεύθερα ή αιωρούνται στο νερό, αποτελούν το πλαγκτόν και περιλαμβάνουν φυτά(φυτοπλακτόν) και ζώα (ζωοπλαγκτόν).

Το φυτοπλαγκτόν αποτελείται από τεράστιους αριθμούς διατόμων (Baker & Baker, 1979), μαστιγοφόρων και άλλων μικροσκοπικών φυτών και κυανοβακτηρίων (Bannett, Woodward & Schultz, 1996).

Πάρα πολλοί φυτοπλαγκτονικοί οργανισμοί είναι ικανοί να μετακινούνται μέσα στο νερό με ειδικά όργανα κολύμβησης, τα μαστίγια. Άλλοι απλώς επιπλέουν διαθέτοντας μακριές προβολές του σώματός τους ή σταγόνες λαδιού, για τον ίδιο σκοπό (διάτομα) (UNESCO-UNEP, 1993). Όλοι ωστόσο είναι πάρα πολύ μικροί για να μπορούν να κινούνται ανεξάρτητα από τα ρεύματα του νερού (Κάττουλας, 1980). Οι κοινωνίες των μικροσκοπικών αυτών φυτών αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό κατά περιόδους εντός τους έτους. Sτη χώρα μας η υπερανάπτυξη παρατηρείται συνήθως τέλος άνοιξης με αρχές καλοκαιριού, λόγω των ευνοϊκών συνθηκών αυτής της περιόδου (Μπαμπαλώνας, 1997). Οι ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξή τους είναι η αύξηση της θερμοκρασίας και του φωτισμού (Lewis, 1988). Βασική προϋπόθεση για την κατά τόπους αύξηση της βιομάζας τους είναι η στασιμότητα, και όχι η άμεση μεταφορά της προς τα κάτω (Hynes, 1970). Πάντως η τελική πορεία της μεγαλύτερης φυτοπλαγκτονικής βιομάζας είναι η πορεία προς το κατάντι. Σε αντίθεση με τα στάσιμα νερά, όπου η ανάπτυξη του φυτοπλαγκτού συχνά περιορίζεται είτε από έλλειψη παροχής θρεπτικών είτε από υπερβόσκηση (Bennett, Woodward & Schultz, 1989 – Pace, Findlay & Lints, 1992), στα ποτάμια αυτοί οι παράγοντες δεν είναι έντονα περιοριστικοί.

Το ζωοπλαγκτόν περιλαμβάνει μεγαλύτερου μεγέθους πολυκύτταρους οργανισμούς (διαμέτρου 3mm) που μπορούν και μετακινούνται σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Τα ζώα που συνθέτουν το ζωοπλαγκτόν μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες ομάδες: τα τροχόζωα, μικροσκοπικούς οργανισμούς που δεν είναι αρθρωτοί και φέρουν μικρό τροχόαπο βλεφαρίδες, τα κλαδοκερωτά (π.χ. Daphnia) και τα κωπήποδα (π.χ. Cyclops) που ανήκουν στα καρκινοειδή.

Το σώμα των τροχοζώων και των κλαδοκερωτών είναι σφαιρικό και λίγο υδροδυναμικό. Οι ταχύτητες λοιπόν αυτών των οργανισμών είναι περιορισμένες. Κατά συνέπεια, χρειάστηκε ν’ αναπτύξουν τρόπους άμυνας απέναντι στους εχθρούς τους, όπως για παράδειγμα αγκάθια. Στα κωπήποδα αντίθετα, η φυγή μοιάζει να είναι σημαντική στρατηγική άμυνας. Αυτά τα ζώα, χάρη στο σώμα τους που μοιάζει με σταγόνα νερού ή με τορπίλη, έχουν μέγιστη ταχύτητα που είναι πολλές δεκάδες εκατοστά ανά δευτερόλεπτο (Lacroix, 1991). Στο ζωοπλαγκτόν επίσης ανήκουν οι προνύμφες των εντόμων που μετακινούνται παρασυρόμενες από το ρεύμα (Κάττουλας, 1980).

2.4.2 Ασπόνδυλα

Στα ήρεμα νερά των κατώτερων τμημάτων των ποταμών, οργανικά υπολείμματα φύλλων και κλαδιά, εάν υπάρχουν, αποτελούν κατάλληλους βιότοπους για προνύμφες τριχοπτέρων, γαριδούλες γλυκού νερού (Gammarus),υδροβάτες και μαλάκια (Hynes, 1978). Η οργανική ύλη ενσωματώνεται στο υπόστρωμα με τη μορφή πολύ λεπτών κολλοειδών μεριδίων, για να σχηματίσει λασπώδεις πυθμένες.

Η βενθική πανίδα που αναπτύσσεται σ’ αυτές τις συνθήκες είναι παρόμοια μ’ αυτήν που παρατηρείται σε υδρόβια στάσιμα περιβάλλοντα με περιορισμένη οξυγόνωση. Συχνά λίγο διαφοροποιημένη, περιλαμβάνει οργανισμούς ανθεκτικούς στις μικρές περιεκτικότητες οξυγόνου. Οι ολιγόχαιτοι είναι άφθονοι, ιδίως αυτοί της οικογένειας των Tubificidae. Οι πλούσιες σε οργανικές ύλες περιοχές, περιέχουν μερικές φορές πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ατόμων ανά τετρ. μέτρο. Από τα έντομα, τα δίπτερα αποτελούν την τάξη που αφθονεί στο κατώτερο τμήμα των ποταμών. Είναι κυρίως προνύμφες των Chironomidae που βρίσκονται σε ανάρτηση κάτω από την επιφάνεια του νερού. Οι ολιγόχαιτοι και οι προνύμφες των Chironomidae έχουν κάποιες φορές έντονο κόκκινο χρώμα, λόγω της παρουσίας μιας χρωστικής που δεσμεύει το οξυγόνο. Οι βόσκοντες οργανισμοί, άφθονοι στη μεσαία ζώνη των ποταμών, τώρα σπανίζουν και τα υπολειμματοφάγα ασπόνδυλα (συλλέκτες) που φιλτράρουν το νερό, τώρα αφθονούν. Κατά μήκος της όχθης, η κοινωνία των ασπονδύλων είναι ποικίλη και διαφοροποιημένη. Περιλαμβάνει κυρίως προνύμφες των Megaloptera (Sialis), των Odonata, των κολεοπτέρων, των υδρόβιων κοριών (ισοπόδων), των καρκινοειδών (Asellus, ισόποδο), των βδελλών, των γαστερόποδων μαλακίων (Limnea, Planorbis) και των ελασματοβραγχίων μαλακίων (Dreissena polymorpha) (Lacroix, 1991).

2.4.3 Ψάρια

Τα ψάρια αυτού του τμήματος του ποταμού είναι προσαρμοσμένα σε ήρεμα νερά πλούσια σε οργανικό φορτίο και ανήκουν τα περισσότερα στην οικογένεια των κυπρινοειδών. Η λεστιά (Abramis brama) είναι το χαρακτηριστικό ψάρι της κατώτερης ζώνης, αλλά απαντάται κυρίως στη Θράκη. Τρέφεται συνήθως με βενθικά ασπόνδυλα.

Γενικότερα, ένας μεγάλος αριθμός λευκών ψαριών βρίσκουν ιδανικές συνθήκες σ’ αυτό το τμήμα του ποταμού, όπως ο λευκίσκος ή τσιρώνι (Rutilus rutilus) του οποίου πολλά υποείδη βρίσκονται σε ποταμούς της Μακεδονίας, της Θράκης και της Θεσσαλίας και το μαυροτσιρώνι (Pachychilon macedonicus), που απαντάται στον Αξιό, το Λουδία και τον Αλιάκμονα. Επίσης εδώ συναντούμε την κοκκινοφτέρα (Scardinius erythrophthalmus), και τη μουρμουρίτσα (Rhodeus sericeus) σε περιοχές της Θράκης, Μακεδονίας και Θεσσαλίας. Στις ίδιες περιοχές, αλλά και σε περιοχές της υπόλοιπης Ελλάδας, συναντούμε τον κυπρίνο ή γριβάδι(Cyprinus carpio), το γλήνι (Tinca tinca) και την πεταλούδα (Carassius auratus). Στον Αξιό και στο Στρυμόνα βρίσκονται υποείδη του σίρκου (Alburnus alburnus).

Η τούρνα (Esox lucius) και η πέρκα (Perca fluviatilis) είναι τα μόνα ψάρια του κατώτερου τμήματος που δεν ανήκουν στα κυπρινοειδή και απαντώνται η πρώτη στη Θεσσαλία, Κ. και Α. Μακεδονία και Θράκη, και η δεύτερη στη Μακεδονία και Θράκη (Οικονομίδης, 1991).

2.4.4 Πουλιά

Τα πεδινά ποτάμια έχουν την τάση να στηρίζουν πολλά είδη νεαρών ανατρεφόμενων (νεοσσών) πουλιών, και είδη που ξεχειμωνιάζουν. Προσφέρουν γενικά μια πολύ μεγάλη ποικιλία τροφής απ’ ό,τι τα ορεινά ρεύματα, που οφείλεται στη μεγαλύτερη ποικιλία τύπων βλάστησης και στη μεγαλύτερη αφθονία των ασπονδύλων.

Ανάλογη ποικιλία παρατηρείται και στην ορνιθοπανίδα της Ελλάδας. Κύκνοι (Cygnus olor) ξεχειμωνιάζουν σε υγρότοπους με πλούσια βλάστηση και ρηχά νερά. Σπάνια και παγκόσμια απειλούμενα είδη χηνών έρχονται από το Βορρά (Αρκτική – Σιβηρία) και ξεχειμωνιάζουν σε ανοικτούς υγρότοπους της πατρίδας μας, αλλά και σε παράκτιες περιοχές. Η πιο συνηθισμένη στην πατρίδα μας ασπρομέτωπη χήνα (Anser albifrons) και η σπάνια και μικρόσωμη (53 έως 65cm) νανόχηνα (Anser erythropus) απαντώνται κυρίως στο Δέλτα του Έβρου. Η σταχτόχηνα (Anser anser) είναι η μόνη που φωλιάζει και αναπαράγεται στην Δ. και Κ. Ελλάδα, και η πλουμιστή και μικρόσωμη κοκκινόχηνα (Branta ruficolis), απειλούμενο είδος, ξεχειμωνιάζει στο Δέλτα του Έβρου (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996)

Εκτός από τα είδη πάπιας που περιγράφηκαν στο μεσαίο τμήμα του ποταμού, κι άλλα πολλά είδη εμφανίζονται σε διάφορους τύπους υγροτόπων κυρίως της Β. Ελλάδας, όπως η καστανόχηνα (Tadorna ferruginea). Είναι μια πανέμορφη πάπια που μερικά ζευγάρια της φωλιάζουν στο Δέλτα του Νέστου, στο Πόρτο Λάγος, στις ακτές της Νότιας Ροδόπης και σε νησιά του Αιγαίου. Η χουλιαρόπαπια (Anas clypeata), με το μεγάλο σαν σπάτουλα ράμφος της που τη βοηθά να συλλέγει το πλαγκτόν από το νερό, σπάνια φωλιάζει στην Ελλάδα. Άλλα είδη πάπιας απαντώνται κυρίως σε λίμνες ή λιμνοθάλασσες, αλλά αυτό βέβαια δεν αποκλείει την παρουσία τους και σε ποτάμια με βαθιά νερά. Τέτοια είδη είναι το γκισάρι (Aythya ferina), η πιο κοινή βουτόπαπια το χειμώνα κυρίως στη Δ. και Β. Ελλάδα, και η μαυροκέφαλη πάπια (Aythya fuligula), μαύρη με λευκά πλευρά και χαρακτηριστικό λοφίο που φέρει μόνο το αρσενικό. Είναι και οι δυο μικρόσωμες (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

Άλλα πουλιά που προτιμούν τα βαθιά νερά, καθώς είναι άριστοι δύτες και τρέφονται με ψάρια, είναι τα βουτηχτάρια. Το σκουφοβουτηχτάρι (Podiceps cristatus), το μεγαλύτερο της οικογένειας, φωλιάζει σε πυκνούς καλαμιώνες σε αρκετούς υγροτόπους της χώρας, και ξεχειμωνιάζει σε παράκτιες τοποθεσίες. Το καλοκαίρι ξεχωρίζει εύκολα από τις μαυριδερές φούντες που προεξέχουν σαν αυτιά στο κεφάλι του.

Το μικρότερο βουτηχτάρι (μήκος έως 27cm), το νανοβουτηχτάρι (Tachybaptus ruficolis), φωλιάζει σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το κοκκινοβουτηχτάρι (Podiceps grisegena) που έχει κοκκινωπό λαιμό, τά καλοκαίρια δεν φωλιάζει πια στην Ελλάδα καθώς οι υγρότοποι όπου έστηνε τη φωλιά του έχουν υποβαθμιστεί. Το μαυροβουτηχτάρι (Podiceps nigricolis), που ζει σε ρηχά πλούσια σε βλάστηση νερά ενώ ξεχειμωνιάζει σε παράκτιες περιοχές, τρέφεται, όπως και όλα τα βουτηχτάρια, με έντομα, ψάρια και βατράχια (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

Οι κορμοράνοι (Phalacrocorax carb) είναι κατάμαυρα πουλιά που έρχονται από τη Βόρεια και Ανατολική Ευρώπη να ξεχειμωνιάσουν στη χώρα μας. Μερικοί κορμοράνοι ίσως φωλιάζουν σε λίμνες της Β. Ελλάδας και στο Δέλτα του Αξιού. Είναι εξαιρετικοί βουτηχτές όπως τα βουτηχτάρια. Η λαγγόνα (Phalacrocorax pygmeus), παγκόσμια απειλούμενο είδος, που εμφανίζεται στην Ελλάδα ο μεγαλύτερος αναπαραγωγικός πληθυσμός της, βρίσκεται κυρίως σε λίμνες της Β. Ελλάδας και στο Δέλτα του Αξιού.

Στην ίδια οικογένεια με τις πουλάδες ανήκει η φαλαρίδα (Fulica atra) που είναι συνηθισμένη σ’ όλη την Ελλάδα ιδίως κατά το χειμώνα. Έχει την εμφάνιση πάπιας, αλλά δεν συγγενεύει καθόλου μ’ αυτήν, όπως φαίνεται από το στενό της ράμφος και τα πόδια της που έχουν λοβούς στα δάχτυλα αντί για μεμβράνες. Τρέφεται με φυτά του πυθμένα αλλά και με ασπόνδυλα.

Εκτός από τον στακτοτσικνιά, που αναφέρθηκε στο μεσαίο τμήμα του ποταμού, ακόμη ένα είδος πολύ γνωστού ερωδιού και πολύ όμορφου, ο λευκοτσικνιάς (Egretta garzetta) είναι αποδημητικό, αλλά αναπαράγεται και στη χώρα μας, κυρίως στη Β. Ελλάδα. Σε αντίθεση με τους άλλους, βρίσκεται συχνά πιο κοντά στις ακτές και στους ανθρώπους. Είναι κατάλευκος, με ψηλόλιγνα μαύρα πόδια και λεπτό μακρύ μαύρο ράμφος. Οαργυροτσικνιάς (Egretta alba), κατάλευκος και ψιλόλιγνος, με πολύ μακρύ λαιμό, είναι αποδημητικός και φωλιάζει σε πολύ μικρούς αριθμούς σε λίμνες της Β. Ελλάδας καθώς και στο Δέλτα του Αξιού. Είναι προστατευόμενο είδος.

Υπάρχουν πολλά ακόμη είδη ερωδιών, άλλα λιγότερο και άλλα περισσότερο κοινά, κυρίως σε υγρότοπους της Β. Ελλάδας, που όλα φωλιάζουν σε δένδρα, θάμνους ή καλαμιώνες και τρέφονται με ψάρια, βατράχια, ερπετά και έντομα αλλά και σαλιγκάρια, σκουλήκια, ακόμη και ποντίκια.

Ένα όμορφο παρυδάτιο πουλί, η καλημάνα (Vanellus vanellus), στο μέγεθος του περιστεριού, ξεχειμωνιάζει σχεδόν σε ολόκληρη την Ελλάδα, και φωλιάζει στην περιφέρεια υγροτόπων της Μακεδονίας και της Θράκης (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

Οι σκαλίδρες (Calidris) είναι μικρά παρυδάτια πουλιά που ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη μπεκάτσα. Έχουν χαρακτηριστικά λεπτό και μακρύ ράμφος. Η πιο κοινή είναι η λασποσκαλίδρα (Calidris alpina). Οι τρύγγες(Tringa) είναι μεγάλα παρυδάτια πουλιά της ίδιας οικογένειας που διατηρούν το χαρακτηριστικό μακρύ και λεπτό ράμφος της οικογένειας. Παρατηρούνται στη χώρα μας κατά τη μετανάστευσή τους σε οποιοδήποτε τύπο υγροτόπων, από παράκτιες περιοχές έως τις όχθες ποταμών. Το πιο πλατειά διαδεδομένο είδος είναι ο ποταμότρυγγας (Actitis hypoleucos), από τα πιο μικρά του γένους, με κοντά πόδια. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και τομπεκατσίνι (Gallinago gallinago) που συχνάζει σε βάλτους και υγρά λιβάδια και διαθέτει ράμφος μήκους 6,5cm, δυσανάλογα μακρύ για το μέγεθός του (25-27cm). Η λιμόζα (Limosa limosa), η τουρλίδα (Numenius arquata) και η λεπτομύτα (Numenius tenuirostris) είναι μεγάλα παρυδάτια πουλιά της ίδιας οικογένειας με μακριά και λεπτά ράμφη επίσης. Η λιμόζα είναι η πιο διαδεδομένη και προτιμά τα ρηχά νερά των εκβολών, ελών και πλημμυρισμένων εκτάσεων. Η τουρλίδα ξεχωρίζει από το ράμφος της που είναι μακρύ και κυρτό προς τα κάτω. Η λεπτομύτα είναι το πιο σπάνιο και απειλούμενο μεταναστευτικό είδος της Ευρώπης και στην Ελλάδα έχει παρατηρηθεί κυρίως στο Δέλτα του Έβρου. Οι ποταμίδες (Acrocephalus), πολύ μικρά πουλάκια (12-13cm) ξεχειμωνιάζουν στην Αφρική και παρατηρούνται στη χώρα μας κατά το καλοκαίρι, κυρίως στη Β. Ελλάδα, είτε σε καλαμιές, είτε στη βλάστηση της περιφέρειας των υγροτόπων (Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία, 1996).

2.4.5 Άλλοι οργανισμοί του κατώτερου τμήματος

Ο πρασινόφρυνος (Bufo viridis) είναι ένα ακόμη είδος νεροβάτραχου που μπορεί κανείς να παρατηρήσει σε υδρόβια περιβάλλοντα, αντίθετα με άλλα είδη Bufo που είναι περισσότερο εδαφόβια.

Νερόφιδα και νεροχελώνες ζουν σε υγροβιότοπους με πυκνή βλάστηση που τους προσφέρουν τροφή και καταφύγιο, και συνορεύουν με ανοικτές μη σκιαζόμενες και ηλιόλουστες περιοχές. Τα ερπετά γενικώς είναι λιγότερο εξαρτημένα από το υγρό στοιχείο απ’ ό,τι τα αμφίβια.

Τα νερόφιδα δεν ωοτοκούν στο νερό, αλλά σε αποσυντιθέμενη μετά από υπερχειλίσεις βλάστηση και γενικά σε αποσυντιθέμενες οργανικές ύλες αρκετά θερμών περιοχών (Frazer, 1983). Τα νερόφιδα είναι πιο καλά προσαρμοσμένα στο νερό, όπου κυνηγούν με άνεση τη λεία τους και είναι καταπληκτικοί δύτες. Είναι το Natrix natrix και το Natrix tesselata. Οι νεροχελώνες θάβουν τ’ αυγά τους σε λάκκους που έχουν σκάψει με τα πίσω πόδια τους. Τα δύο είδη νεροχελώνας, η βαλτοχελώνα ή στικτόλαιμη χελώνα (Emys orbicularis) και η ποταμοχελώνα ή γραμμωτόλαιμη χελώνα (Mauremys caspica), ξεχωρίζουν μεταξύ τους από τα σχέδια στο λαιμό τους, όπως δηλώνει και το όνομά τους (Σοφιανίδου, 1992). Το καβούκι τους συνήθως είναι πιο επίπεδο και πιο ελαφρύ από το καβούκι της χερσαίας, και το σχήμα τους πιο υδροδυναμικό για να γλιστρούν εύκολα στο νερό. Τα νερόφιδα και την ποταμοχελώνα μπορεί να τα συναντήσουμε και σε πιο ορμητικά νερά ορεινών ποταμών.

Από τα θηλαστικά, υπάρχουν μερικά που είναι στενά συνδεδεμένα με το νερό, ίσως λόγω διατροφικών συνηθειών. Η νερομυγαλή (Neomys) – με δύο είδη, το Neomys anomalus και το Neomys fodiens που βρέθηκε πρόσφατα στη Μακεδονία (Σοφιανίδου, 1992) – είναι ένα μικρό θηλαστικό (περίπου 10cm, χωρίς την ουρά) που μοιάζει με ποντίκι, με μυτερή μουσούδα και μακριά ουρά. Είναι πολύ καλός κολυμβητής και τρέφεται με έντομα, αμφίβια και μικρά ψάρια (Lacroix, 1991).

Από την πιο εκπληκτική ομάδα θηλαστικών της Ελλάδας, τα χειρόπτερα, υπάρχουν ορισμένα είδη στενά συνδεδεμένα με τη ζωή των ποταμών. Νυχτερίδες του γένους Myotis τρέφονται με ψάρια (Σοφιανίδου, 1992). Η νυχτερίδα του Ντομπαντόν (Myotis daubentoni) πετάει χαμηλά σαν χελιδόνι, σχεδόν ξυστά πάνω στην επιφάνεια του νερού του ποταμού, για να αρπάξει ιπτάμενα έντομα (Nyholm, 1965). Άλλα είδη του γένους Pipistrellusτρέφονται με έντομα, κυνηγώντας σε υγρότοπους όπως ποτάμια, βαλτότοπους και διάφορες άλλες υδατοσυλλογές, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις (Swift & Racey, 1983). Είδη του Nyctalus κυνηγούν τη νύχτα, τρώγοντας το θήραμά τους πετώντας στον αέρα. Άλλα είδη τρέφονται με έντομα και άλλα ασπόνδυλα, θηρεύοντας στην παρόχθια βλάστηση. Τα περισσότερα είδη είναι σπηλαιόβια, υπάρχουν όμως και είδη που κατοικούν σε σήραγγες, χαλάσματα, κάτω από βράχους, σε τρύπες δένδρων και άλλους εξειδικευμένους βιότοπους. Όλα αυτά τα είδη είναι προστατευόμενα (Σοφιανίδου, 1992).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στο κάτω μέρος του ποταμού η ζωή διαφοροποιείται, λόγω της αλλαγής του υποστρώματος, του μεγέθους των οργανικών υλικών και του πλήθους των μικρο-βιοτόπων που σχηματίζονται. Γύρω από το ποτάμι αναπτύσσεται μια μεγάλη ποικιλία ζωής. Το καλοκαίρι σε ορισμένα σημεία του ποταμού, λόγω του υποστρώματος του πυθμένα και της έλλειψης οξυγόνου, η ζωή γίνεται δύσκολη για τους οργανισμούς και παρατηρούνται εκεί μόνο ανθεκτικά είδη.

Back