Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

3. ΕΝΔΙΑΙΤΗΜΑΤΑ

Είναι πραγματικά ανάγκη να κατανοήσουμε την «αντικειμενική» αξία των φυσικών βιοτόπων, ειδικότερα αυτών που είναι πολυδιάστατοι από πλευράς γεωμορφολογίας, σύνθεσης, βιοποικιλότητας και ισορροπίας, και την ανάγκη προστασίας τους ως ολότητα κι όχι μόνο μεμονωμένων ειδών, που διαπιστωμένα απειλούνται. Δεν χρήζουν επιχειρηματολογίας ή ανάλυσης η πρωτογενής ωραιότητα αυτών των τοπίων, η ανάγκη να μη διαταραχθούν, ώστε να επιτρέπεται σήμερα σε οποιονδήποτε ελεύθερο άνθρωπο, αλλά και στις επόμενες γενιές, να νιώσουν αισθήματα άνεσης, ελευθερίας και αισθητικής πληρότητας μπροστά σ’ αυτούς τους βιοτόπους.

Έτσι πρωταρχικός στόχος για την προστασία τους δεν είναι η διατήρηση του αμετάβλητου και του αναλλοίωτου – πράγμα αντίθετο με τους νόμους της φύσης – αλλά ακριβέστερα η διαφύλλαξη ακέραιων των δυνατοτήτων για μια φυσιολογική εξέλιξη και ανέλιξη ενός φυσικού βιοτόπου. Η προστασία ενός ή αριθμού απειλουμένων ειδών σε συνθήκες λίγο-πολύ τεχνητές ή σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα, θα οδηγούσε αναγκαστικά στη μείωση της βιολογικής ποικιλότητας και στην τελική εξαφάνιση πολλών ειδών, εξ αιτίας της αλληλοεξάρτησης των ειδών ως προς τις τροφικές κυρίως ανάγκες. (Ι. Ματσάκης, Το κόκκινο βιβλίο των απειλουμένων σπονδυλόζωων της Ελλάδας, Hewlett-Packard WWF, 1992).

Ένα σημαντικό μέρος σπανίων και φθινόντων ειδών είναι υδρόβια είδη, κυρίως του γλυκού νερού. Μια ακριβής περιγραφή της κατάστασης των ποταμόβιων οργανισμών είναι δύσκολη για πολλούς λόγους. Όχι μόνο οι κατάλογοί μας απέχουν από την πληρότητα, αλλά είναι και ισχυρά προσανατολισμένοι στα σπονδυλωτά.

Πολλοί παράγοντες συντελούν στη μείωση ή εξαφάνιση των ειδών, και συχνά είναι δύσκολο να βρεθεί μια απλή αιτία, είτε λόγω έλλειψης στοιχείων, είτε επειδή συμβάλλουν πολλοί παράγοντες, με διαφορετική βαρύτητα και ρόλο ο καθένας. Κατά τους Miller, Williams & Williams (1989), για την εξαφάνιση 3 γενών, 27 ειδών και 13 υποειδών ψαριών της Β. Αμερικής, συνετέλεσαν εξίσου η απώλεια ενδιαιτημάτων και η εισαγωγή νέων ειδών, ενώ ακολουθούν σε σπουδαιότητα η χημική ρύπανση και ο υβριδισμός με τα νέα είδη που εισήχθησαν.

3.1 Η έννοια του ενδιαιτήματος

Η περιοχή στην οποία ζει ένας οργανισμός και η οποία χαρακτηρίζεται από τα φυσικά χαρακτηριστικά της ή τη βλάστηση που επικρατεί, ονομάζεται ενδιαίτημα (habitat) (Μαλλιάρης-Παιδεία, 1994).

Τα ποτάμια προσφέρουν μιαν ευρεία διαβάθμιση συνθηκών και ενδιαιτημάτων από τις πηγές έως τις εκβολές τους, κι αυτή η διαβάθμιση αντανακλάται στη διαφοροποίηση του τρόπου ζωής και της συμπεριφοράς των οργανισμών που συναντώνται κατά μήκος και κατά πλάτος ενός ποταμού. Διαφορετικές συνθήκες προτιμώνται από διαφορετικούς οργανισμούς, γιατί αυτοί έχουν αναπτύξει ειδικές προσαρμογές για συγκεκριμένα ενδιαιτήματα, και οι προσαρμογές αυτές αποδείχθηκαν επιτυχείς μέσα στην εξέλιξη.

Μικρο-ενδιαιτήματα

Αν πάρουμε ως παράδειγμα τα ασπόνδυλα, μπορούμε να παρατηρήσουμε εντυπωσιακές προσαρμογές αναλόγως και των συνθηκών των ενδιαιτημάτων στα οποία διαβιώνουν (Allan, 1995). Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα μικροενδιαιτήματα έχουν αποικισθεί σύμφωνα με τις διατροφικές ή άλλες ανάγκες των οργανισμών, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους. Ένα παράδειγμα μικρο-ενδιαιτήματος είναι τα διάκενα των βράχων του υποστρώματος, τα οποία είναι σημαντικά για την επιβίωση πολλών ασπονδύλων. Αποτελούν ενδιαίτημα για προνύμφες ασπονδύλων, όπως τριχοπτέρων, οι οποίες κατασκευάζουν μέσα στα διάκενα δίχτυα με μεταξωτές κλωστές, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν κομματάκια τροφής. Οι κοινωνίες ασπονδύλων στα μεσοδιαστήματα των βράχων ποικίλλουν, από πλατυέλμινθες και σκουλήκια, έως νεαρά άτομα υδρόβιων εντόμων, καρκινοειδή και μαλάκια (Wiliams & Hynes, 1974).

Πολλά ζώα χρησιμοποιούν την κοίτη για εναπόθεση και επώαση των αυγών τους (π.χ. η πέστροφα κι ο σολωμός εναποθέτουν τ’ αυγά τους κάτω από βότσαλα του κεντρικού ρεύματος της κοίτης, για την καλύτερη οξυγόνωσή τους ως καταφύγιο από τις πλημμύρες ή από την ξηρασία) (Minshall, 1984 – Statzner et al., 1988). Πολλοί οργανισμοί ζουν εποχιακά μέσα σε κοιλότητες γεμάτες με νερό και διάφορες φερτές ύλες, ενώ άλλοι ολοκληρώνουν το μυστηριώδη κύκλο της ζωής τους μέσα σε μικρο-ρεύματα της λιθώδους κοίτης (Hynes, 1970). Τα νεογέννητα ψαράκια απαιτούν συνθήκες χαλικώδους κοίτης χωρίς ίζημα, και καλά οξυγονωμένα νερά.

3.2 Η σημαντικότητα των φυτών στα ενδιαιτήματα του ποταμού

Τα φυτά με τις ζωτικές τους λειτουργίες αποτελούν σημαντικό περιβαλλοντικό παράγοντα που επηρεάζει την ποικιλία και την αφθονία των οργανισμών του ποταμού.

Σε ποτάμια όπου τα φυσικά ενδιαιτήματα είναι ομοιόμορφα και σταθερά, τα φυτά (κυρίως τα υφυδατικά) προσφέρουν ποικιλία τροφικών πηγών και καταφύγιο σε πολλά είδη ζώων όπως υδρόβια ασπόνδυλα, μικρά ψάρια και μερικά πουλιά. Μερικά φυτά παρέχουν θέσεις για εκκόλαψη εντόμων, όπως για τα αυγά των λιβελλούλων (ελικοπτεράκια), ή για την ωοτοκία ψαριών.

Οι βλαστοί των φυτών από μόνοι τους στηρίζουν ποικιλία υδρόβιων σαλιγκαριών και προνύμφες εντόμων. Η πυκνή βλάστηση σε βαθειά νερά (βάθος > 1m) επιβραδύνει την ταχύτητα του ρεύματος και επηρεάζει τα είδη των τοπικών ζωικών κοινωνιών. Οι πυκνοί σχηματισμοί φυκών με πλατιές επιφάνειες και τα βρύα ορεινών περιοχών αποτελούν ιδανικό ενδιαίτημα για πολλά ασπόνδυλα. Νούφαρα και άλλα φυτά με πλατιά επιπλέοντα φύλλα παρέχουν σκίαση κατά τη θερμή περίοδο. Κλαδιά δέντρων και επιπλέουσα βλάστηση χρησιμοποιείται από φαλαρίδες και βουτηχτάρια για την κατασκευή των φωλιών τους που επιπλέουν επάνω στη βλάστηση του ποταμού. Καλάμια και άλλα υπερυδατικά φυτά αποτελούν ζωντανούς συνδέσμους μεταξύ νερού και αέρα για έντομα που έχουν υδρόβια προνυμφικά στάδια στον κύκλο ζωής τους.

Φυτά και δέντρα της όχθης παρέχουν καταφύγιο και τροφή σε πολλά είδη ζώων όπως ασπόνδυλα, πουλιά και θηλαστικά. Οι καρποί και οι σπόροι τους αποτελούν πηγή πρωτεϊνών για πολλά πουλιά, ενώ με το ριζικό τους σύστημα συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση του υποστρώματος της όχθης, συντελώντας στην προστασία από τις πλημμύρες και τη διάβρωση, στην απορρόφηση τοξικών ουσιών κ.ά. (Haslam, 1987).

Έχει αποδειχθεί η αύξηση της ποικιλίας και της αφθονίας των ζωικών ειδών με την αύξηση της ποικιλίας των φυτικών ειδών (Minshall & Westlake 1978 – Wright et al, 1991).

3.3 Οικολογική σημασία των ενδιαιτημάτων του ποταμού

Μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων απαντάται στα φυσικά ποτάμια συστήματα που δεν έχουν υποστεί επεμβάσεις. Τα ενδιαιτήματα διαθαβμίζονται από υδρόβια έως εδαφικά.

Κατά πλάτος ενδιαιτήματα ενός ποταμού (Roux, 1982)

Υδρόβια Ενδοποτάμια
Βαθειά – ρηχά στάσιμα νερά (pools – riffles)
Ύφαλοι χαλικοαμμώδεις (gravel bars)
Νησίδες (islands)
Όχθες (Banksides)
Ρεύματα παραπλεύρως του κεντρικού ρού του ποταμού, μόνιμα συνδεδεμένα μ’ αυτόν.
Ποταμο-λίμνες συνεχώς συνδεδεμένες με το κεντρικό ρεύμα (backwaters)
Πλημμυρο-λίμνες που εφοδιάζονται μόνο κατα τις υπερχειλίσεις (oxbows).
Εποχιακώς πλημμυριζόμενες εκτάσεις (floodplains, πλημμυρο-πεδιάδες) από περιοδικές υπερχειλίσεις του ποταμού.
Βαλτότοποι
Εδαφικά Παραποτάμια δάση των πλημμυριζόμενων πεδιάδων

3.3.1 Οικολογική σημασία των ενδοποτάμιων ενδιαιτημάτων

Η ζωή που στηρίζουν οι διαφορετικοί τύποι ενδιαιτημάτων είναι διαφορετική και προσαρμοσμένη στις ιδιαίτερες συνθήκες του κάθε ενδιαιτήματος.

Άλλα πουλιά θα συναντήσουμε σε βαθειά και χωρίς ροή τμήματα (pools) ενός ποταμού, όπως βουτόπαπιες, βουτηχτάρια κ.ά. και άλλα σε αβαθή (riffles) όπως ερωδιούς. Αυτοί, ενώ φωλιάζουν σε δέντρα μακριά από το νερό συνηθίζουν  να ψαρεύουν σε ρηχά νερά, ή και στην επιφάνεια βαθύτερων σημείων, αρκεί οι όχθες να είναι προσιτές, ομαλές και με χαμηλήη βλάστηση που να μην τους εμποδίζει.
Τα χαλικώδη ρηχά μέρη (riffles) αποτελούν ενδιαιτήματα για πολλά εξειδικευμένα και σπάνια ημι-υδρόβια και εδαφόβια ασπόνδυλα, που μερικά απ’ αυτά κινδυνεύουν με εξαφάνιση. Αυτοί οι οργανισμοί είναι προσαρμοσμένοι να αντιμετωπίζουν εποχιακές υπερχειλίσεις ή ρεύματα μειωμένης ροής κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Τακτικές που χρησιμοποιούν οι υδρόβιοι οργανισμοί για την αντιμετώπιση τέτοιων συνθηκών είναι η προφύλαξη τους μέσα σε τούνελ που σκάβουν στο υπόστρωμα της κοίτης, ή η γρήγορη απομάκρυνση τους. Μερικά σκαθάρια τρυπώνουν σκάβοντας ανάμεσα στα χαλίκια για να ψάξουν την τροφή τους, ανταποκρινόμενα και στις αλλαγές του επιπέδου του νερού. Μερικά άλλα εδαφόβια σκαθάρια και αράχνες κυνηγούν στην επιφάνειατων βοτσάλων, ανεβαίνοντας όλο ψηλότερα όταν ανεβαίνει το επίπεδο του νερού.
Οι νησίδες (islands) είναι πολύτιμες για πολλά είδη πουλιών όπως κύκνοι και νεροπουλάδες που προτιμούν να φτιάχνουν τις φωλιές τους σ’ αυτές επειδή προσφέρουν προστασία από θηρευτές της ξηράς, από ποδοπατήματα ζώων και από ανθρώπινες παρενοχλήσεις. Πολλές ποταμονισήδες καλύπτονται περιοδικά από τα νερά και άλλες αποξηραίνονται, ως αποτέλεσμα της εποχιακής αυξομείωσης της παροχής ανθρώπινων παρεμβάσεων (φράγματα, υδροληψίες). Άλλες διαβρώνονται και παρασύρονται από τα νερά, ενω δημιουργούνται νέες σε άλλα σημεία.
Οι όχθες προσφέρουν διαφορετικά και ποικίλα ενδιαιτήματα στους οργανισμούς, αναλόγως και των υλικών του υποστρώματος τους, της βλάστησης τους, της κλίσης του εδάφους κλπ. Αμμώδεις όχθες είναι ιδανικές για σκάψιμο, ώστε να τρυπώνουν πολλά σκαθάρια. Στηρίζουν επίσης ποικιλία από δίπτερα, όπως οι τίπουλες, των οποίων οι προνύμφες προτιμούν μαλακά, υγρά ιζήματα.Μερικά είδη πουλιών, όπως οι αλκυόνες και τα οχθοχελίδωνα,φτιάχνουν τις φωλιές τους σκάβοντας τούνελ σε κατακόρυφες επιφάνειες απότομων διαβρομένων οχθών, όπου δεν έχουν πρόσβαση οι θηρευτές.

Η πυκνή, ψηλή ή ποώδης, και ιδιαίτερα η θαμνώδης βλάστηση, είναι ευνοϊκή για καλαμοτσίχλονα, βουρλοποταμίδες και άλλα είδη πουλιών, καθώς προσφέρει προστασία από πολλούς θηρευτές τους, όπως κουρούνες, καρακάξες, αλεπούδες, νυφίτσες. κ.ά. Η φυτική κάλυψη είναι σημαντική για τα πουλιά, σε περιπτώσεις μάλιστα πρώιμης ωοτοκίας, και δεν θα πρέπει να απομακρύνεται, ή να διασπάται από αγροτικά ζώα (Amoros, Roux et al., 1987).

Πυκνή και αδιατάρακτη βλάστηση είναι απαραίτητη για τη διατροφή, τη διαμονή καθώς και την προστασία και αναπαραγωγή της βίδρας. Οι βίδρες χρησιμοποιούν κοιλότητες ανάμεσα στους βράχους και στις ρίζες παρόχθιων δέντρων και εκτεταμένα συστήματα από τούνελ με εισόδους επάνω και κάτω από το νερό.

Σπόροι υδρόβιων μακροφύτων που διασκορπίζονται με τα ρεύματα, είναι δυνατόν να παγιδευτούν από φυτά της όχθης ή να συγκεντρωθούν από δίνες σε εσοχές ή κόλπους της όχθης, όπου και αποτελούν σημαντική τροφική πηγή κατά το τέλος του καλοκαιριού και τις αρχές φθινοπώρου για πάπιες, γλάρους, φαλαρίδες και άλλα πουλιά.

Πολλά ενδιαιτήματα της όχθης, και του ποταμού γενικότερα, καταστράφηκαν κατά το παρελθόν με την αποξήρανση υγροτόπων, την αυξανόμενη βόσκηση, τη λήψη χαλικιών και άμμου, την παρενόχληση από αυξανόμενες δραστηριότητες αναψυχής και τη διάσπαση της φυτικής κάλυψης της όχθης. Ακόμη και στις βοτσαλώδεις όχθες που φαίνονται φυσικές μετά από τεχνικές επεμβάσεις, η πανίδα είναι συνήθως σημαντικά μειωμένη (Plachter, 1986). Ακόμη κι αν, μετά από εφαρμογή επιτυχημένων διαχειριστικών πρακτικών, τα ενδιαιτήματα ξαναγίνουν κατάλληλα, με το μικρό αριθμό ζώων που έχει απομείνει, οι ευκαιρίες για ζευγάρωμα είναι περιορισμένες. Έτσι χρειάζεται αρκετός χρόνος, και πιθανά εμπλουτισμός σε είδη που έχουν εκλείψει, για την ανάκαμψη του ενδιαιτήματος και την επαναφορά των πληθυσμών σε ικανοποιητικούς αριθμούς.

3.3.2 Οικολογική σημασία των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων

Πολλά δευτερεύοντα κανάλια ή ρεύματα, παραπλεύρως του κεντρικού ρεύματος και συνδεδεμένα με αυτό, προσφέρουν συνθήκες διαφορετικές από εκείνες του κεντρικού ρεύματος.

Ρεύματα με μεγάλη ταχύτητα ροής, με βοτσαλώδη υποστρώματα και σε χαμηλά υψόμετρα, στηρίζουν είδη ψαριών όπως ο φοξίνος κι ο λευκίσιος. Σε ρεύματα μέτριας ή μικρής ταχύτητας πρέπει να περιμένουμε ότι θα συναντήσουμε άλλα είδη ψαριών, όπως το μουστακάτο, τη λεστιά ή το τσιρώνι. Σε τέτοιες συνθήκες επίσης γεννούν αρκετά είδη λοπως το μουστακάτο κι ο λευκίσιος (Copp, 1991).
Άλλα είδη, όπως η τίγγα κι ο κυπρίνος, γεννούν στη βλάστηση στάσιμων νερών ή ποταμολιμνών (backwaters) που επικοινωνούν με τον ποταμό, αλλά είναι μακριά από το κεντρικό ρεύμα. Γενικά οι απαιτήσεις πολλών ψαριών, όπως εξάλλου και άλλων οργανισμών, ποικίλλουν και με την ηλικία.

Η διαφοροποίηση των απαιτήσεων των οργανισμών στα διαφορετικά στάδια της ζωής τους, συνηγορεί επίσης για τη σπουδαιότητα της ποικιλίας των ενδιαιτημάτων του ποτάμιου οικοσυστήματος (Alabaster, 1985).

Οι ποταμολίμνες είναι σημαντικές για κάθε είδους ζώα, ψάρια, υδρόβια πουλιά (κύκνους, φαλαρίδες, βουτηχτάρια), θηλαστικά, αμφίβια και ασπόνδυλα, όσο και για τα φυτά (Holcik & Bastl, 1976 – Halyk & Balon, 1983). Λειτουργούν ως περιοχές καταφυγίου σε περιόδους ρύπανσης και πλημμυρών, και ιδιαίτερα ως καταφύγιο για τα μικρά των ψαριών, έναντι του κεντρικού ρεύματος με τη γρήγορη ροή (Mann & Mills, 1986).

Κατάλληλα μέρη για την ωοτοκία των αμφιβίων, εκτός από τις όχθες με βλάστηση και τις ποταμολίμνες, είναι επίσης οι πλημμυρο-λίμνες (oxbows), δηλαδή λιμνάζοντα νερά που δεν είναι συνδεδεμένα άμεσα με το ποτάμι και προέρχονται από υπερχειλίσεις του ποταμού.Όταν αυτές οι προσωρινές λιμνούλες ξηραίνονται το καλοκαίρι, τα ψάρια-θηρευτές αν μπορούν απομακρύνονται, αλλιώς πεθαίνουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τα αρπακτικά ασπόνδυλα, που διαφορετικά θα τρέφονται με τους γυρίνους των αμφιβίων. Αυτά τα στάσιμα νερά φιλοξενούν επίσης και μερικά είδη ψαριών όπως η τίγγα, ο λούτσος κ.ά.

3.3.3 Οικολογική σημασία των πλημμυρο-πεδιάδων

Σε περιπτώσεις μεγάλης παροχής νερού, εάν το νερό του ποταμού καταλαμβάνει μόνο τον κεντρικό ρού του, όλα τα ρηχά τμήματα (riffles, gravel bars) ή και οι νησίδες του, θα καλυφθούν από νερό. Αυτό έχει επιπτώσεις σε όλα τα ζώα που χρησιμοποιούν τα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα. Από τα πουλιά, μόνο αυτά που βουτούν και μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν στην ταχύτητα της αυξημένης ροής καταφέρνουν να τραφούν. Όταν όμως ο ποταμός ξεχειλίσει προς την πεδιάδα γύρω του (floodplain), καλυτερεύουν οι συνθήκες διατροφής για τα πουλιά, και σπόροι και ασπόνδυλα που προηγουμένως ήταν απρόσιτα, παρασύρονται προς τα ρηχά και σχετικώς ήρεμα νερά.

Τα αμφίβια και τα ερπετά εξαρτώνται έμμεσα από τον ποταμό, αφού τα φυσικά τους ενδιαιτήματα αποτελούν μέρος των πλημμυρο-πεδιάδων. Τα αμφίβια καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους για την ανεύρεση τροφής στις όχθες, σε πλημμυρισμένες περιοχές, σε βαλτότοπους και παραποτάμιους λιβαδότοπους και μόνον κατά την περίοδο της αναπαραγωγής τους είναι απαραίτητα πιο υγρά ενδιαιτήματα (πλημμυρο-λίμνες, ποταμο-λίμνες, όχθες, κλπ). Τα αμφίβια και τα ερπετά απειλούνται όχι μόνον από άμεση καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος, ως αποτέλεσμα διαχειριστικών αλλαγών στη χρήση γης, αλλά κι από τεχνικές επεμβάσεις όπως οι βυθοκορήσεις, που βαθαίνοντας την κοίτη, επιφέρουν πτώση της στάθμης του νερού στα κανάλια και μειώνουν ή εμποδίζουν τις φυσικές εποχιακές πλημμύρες.

Οι όχθες των καναλιών, οι ποταμολίμνες και τα υγρολίβαδα στα πεδινά, είναι πολύτιμα ενδιαιτήματα για υγρόφιλα φυτά. Τα υγρολίβαδα και τα υγροδάση των πλημμυριζόμενων εκτάσεων προσφέρουν συνθήκες κατάλληλες για θρέψη και φώλιασμα σε πολλά πουλιά. Η βλάστηση περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία ποωδών, αγροστωδών φυτών κλπ, που παράγουν άφθονους σπόρους οι οποίοι παρασύρονται με τις πλημμύρες του χειμώνα, και προσελκύουν μεγάλο αριθμό αγριοπουλιών, όπως αγριόπαπιες, χήνες κλπ. Τα φυτά των υγρολίβαδων και των βαλτότοπων παρέχουν ενδιαιτήματα για ασπόνδυλα, τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν τροφή για πολλά πουλιά, μεταξύ των οποίων και απειλούμενα είδη.

Τα υγρολίβαδα των πλημμυρο-πεδιάδων διαθέτουν ταυτόχρονα ξηρότερα και υγρότερα ενδιαιτήματα και πολλά πουλιά εκμεταλλεύονται διάφορα βάθη του νερού. Οι θηρευτές επιφανείας, όπως το κιρκίρι (είδος αγριόπαπιας), τρέφονται με σπόρους και καρπούς στα ρηχά νερά (περίπου 20 cm) ενώ οι βουτόπαπιες ψάχνουν για τροφή μέχρι 2,5m βάθος μέσα στο νερό. Τα υγρολίβαδα αποτελούν ενδιαιτήματα ανοικτά, με θέα, χωρίς θάμνους, φράχτες ή άλλες δομές, ώστε στηρίζουν πολλά πουλιά των ρηχών νερών, όπως μπεκατσίνια, τρύγγες, τουρλίδες, αλλά και νεοσσούς μετά την περίοδο της αναπαραγωγής.

Τα δάση των πλημμυρο-πεδιάδων αποτελούν πολύτιμα ενδιαιτήματα, ιδιαίτερα για πουλιά. Ορισμένα δένδρα των ορεινών περιοχών, όπως τα κλήθρα (Alnus glutinosus) παράγουν άφθονους σπόρους κατά το χειμώνα και αποτελούν σημαντική τροφική πηγή για πολλά είδη πουλιών. Άλλα είδη, που ανθίζουν νωρίς την άνοιξη, είναι πολύτιμα μετά την εξάντληση των τροφικών αποθεμάτων του χειμώνα. Οι βουνίσιες ιτιές (Salix eleagnos) είναι μια πρώιμη πηγή γύρης για έντομα που αναδύονται από τη διαχείμαση, κι έτσι προσελκύονται και πολλά εντομοφάγα πουλιά. Στις ορεινές περιοχές πολλά μεταναστευτικά πουλιά, επιστρέφοντας από την Αφρική, τρέφονται πρώτα με σπόρους παραποτάμιων κλήθρων, καθώς περιμένουν την ανθοφορία και των υπόλοιπων δένδρων για να κατοικήσουν. Κλήθρα, ιτιές και σημύδες είναι από τα κυριότερα δένδρα για φώλιασμα, ενώ άλλα πουλιά απαιτούν αποσυντιθέμενους και μαλακής υφής κορμούς δένδρων, κλαδιά και κούτσουρα.

Άλλα παραποτάμια δένδρα ορεινών περιοχών είναι τα πλατάνια (Platanus orientalis), ενώ στις χαμηλότερες πεδινότερες περιοχές, παραποτάμια δάση από πλατάνια, ιτιές (Salix alba – ασημοϊτιά, Salix pentandra – δαφνοϊτιά) και λεύκες (Populus nigra – καβάκι, Populus alba – ασημόλευκα) είναι πολύτιμα για την πανίδα. Στο σχηματισμό αυτών των δασών συμμετέχουν ακόμη θάμνοι όπως ο σπάνιος νεροφράξος (Fraxinus angustifolius), πικροδάφνες (Nerium oleander), λυγαριές (Vitex agnuscastus), σαμπούκοι (Sambucus nigra), μυρτιές, και αναρριχώμενα όπως λυκίσκος (Humulus lupulus), αγριοτριανταφυλλιές, βατομουριές, αγράμπελη, καλυστέγη (περικοκλάδα), κ.ά. (Γ. Σφήκας, 1995).

3.3.4 Οι παραποτάμιοι μικρο-οικότοποι της Ελλάδας

Η κατά πλάτος ανάπτυξη του ποταμού, και η βλάστηση που συναντάμε σ’ αυτή συνδέονται και με το υψόμετρο, αφού επηρεάζει το κλίμα της περιοχής. Στη χώρα μας οι μεγάλοι ποταμοί ουσιαστικά είναι τα πεδινά τμήματα ποταμών που πηγάζουν από άλλες χώρες. Όμως υπάρχουν και ποταμοί, όπως ο Αώος και ο Πηνειός, που ξεκινούν από μεγάλα υψόμετρα. Στην Ελλάδα, ανάλογα με το υψόμετρο, συναντάμε και διαφορετικούς τύπους βλάστησης, από υπο-αλπική και ηπειρωτική, έως μεσογειακή, που διαφοροποιούν τη βλάστηση των ποταμών τόσο κατά το μήκος τους, όσο και κατά το πλάτος τους. Αυτή η ποικιλία κλίματος, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του Ελλαδικού χώρου σε βουνά, κοιλάδες, πεδιάδες, καθώς και η μεγάλης έκτασης γειτνίαση της χώρας μας με τη θάλασσα, δημιουργεί πολλά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία πολλών τύπων βλάστησης, που περιλαμβάνουν μια μεγάλη ποικιλία φυτών, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα μεγάλο πλήθος μικρο-οικοτόπων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά δημιουργούν ένα μεγάλο αριθμό παραποτάμιων ενδιαιτημάτων που βοηθούν την ανάπτυξη της πλούσιας πανίδας της χώρας μας, γιατί εκεί πάμπολλα ζώα βρίσκουν καταφύγιο, τροφή και ευνοϊκές συνθήκες για αναπαραγωγή. Πρέπει να τονισθεί ότι τέτοιοι οικότοποι αποτελούν πολύτιμες δεξαμενές γενετικού υλικού, ενώ άλλες αξίες τους, όπως π.χ. η φαρμακευτική αξία των φυτών τους, δεν έχει διερευνηθεί ακόμη. Άλλες αξίες, όπως η αισθητική αξία και η ποικιλία των τοπίων, εκτιμούνται μόνον υποκειμενικά.

3.3.5 Ανθρώπινες παρεμβάσεις που εμποδίζουν τις φυσικές λειτουργίες

 Οι τεχνικές επεμβάσεις με σκοπό τη μείωση των πλημμυρών (κατασκευή φραγμάτων, αναχωμάτων), τη βελτίωση της αποστράγγισης της γης με τη δημιουργία στραγγιστικών καναλιών, και την εκβάθυνση των οχθών για τον έλεγχο της ροής, τείνουν ν’ απομονώσουν υδρολογικά πολλά ποτάμια από τις πλημμυρο-πεδιάδες και τις πλημμυρο-λίμνες τους, εφ’ όσον μειώνονται και η συχνότητα και η διάρκεια των πλημμυρών. Μετατρέποντας τα ποτάμια σε κανάλια με στενή παρόχθια ζώνη μειώνουμε την οικολογική αξία και την καταλληλότητα ως ενδιαιτήματα των ποταμών και των πλημμυριζόμενων εκτάσεών τους. Ενδιαιτήματα άγριας ζωής χάνονται, με συνέπεια τη μείωση της πανίδας και της χλωρίδας. Έτσι χάνεται η ικανότητα των πλημμυρο-πεδιάδων να εκπληρώσουν πολλές από τις φυσικές τους λειτουργίες, όπως ο έλεγχος των πλημμυρών, η αποθήκευση θρεπτικών και ιζήματος, η προσφορά υγρο-ενδιαιτημάτων κλπ (Valdez & Wick, 1983).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά πλάτος του ποταμού δημιουργούνται ιδιαίτερα χαρακτηριστικοί σχηματισμοί, όπως αβαθείς εκτάσεις, νησίδες, ποταμολίμνες, πλημμυρο-λίμνες, πλημμυρο-πεδιάδες, ενώ οι όχθες του ποικίλλουν ανάλογα με το υπόστρωμα και τη βλάστηση. Οι σχηματισμοί αυτοί που δημιουργούνται προσφέρουν μια ποικιλία από συνθήκες για τη ζωή, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολλών τύπων βλάστησης, οι οποίοι δίνουν τροφή και κάλυψη στην πανίδα. Ανθρώπινες επεμβάσεις στα υδρολογικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού και παρεμπόδιση της φυσικής λειτουργίας τέτοιων σχηματισμών, έχουν ως αποτέλεσμα τη διαταραχή των αντίστοιχων οικοσυστημάτων ή ακόμη και την καταστροφή τους.

Back