Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

3. Χρήσεις του νερού

Οι κυριώτεροι παράγοντες στους οποίους οφείλονται οι αλλαγές στους υγροτόπους είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται ως οι «μεγαλύτεροι χρήστες» και «καταναλώτριες δυνάμεις» του νερού.

Προς το παρόν, η βιομηχανία απορροφά το 23% της παγκόσμιας κατανάλωσης νερού, η γεωργία το 69%, ενώ ένα 8% απορροφάται από αστικές χρήσεις (Livernash & Seligman, 1992).

Η κατανομή του νερού στις τρεις αυτές δραστηριότητες εξαρτάται από το βαθμό και το είδος της ανάπτυξης μιας χώρας. Στις βιομηχανικές χώρες, όπως η Αγγλία και η Γερμανία, το μεγαλύτερο ποσοστό του διαθέσιμου νερού διοχετεύεται στη βιομηχανία. Αντίθετα, στις γεωργικές χώρες που η γεωργία τους στηρίζεται στις αρδευόμενες καλλιέργειες, το περισσότερο νερό διοχετεύεται στη γεωργία.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του Υ.Β.Ε.Τ. (Υπουργείο Βιομηχανίας, Έρευνας και Τεχνολογίας), η ετήσια κατανάλωση νερού στην Ελλάδα κατά το 1980 υπολογίστηκε σε 5,036.5 εκατομμύρια κυβικά μέτρα. Το 83.7% διατέθηκε για άρδευση, το 13.9% για οικιακή κατανάλωση και το 2.4% για βιομηχανικούς και ενεργειακούς σκοπούς. Το νερό το οποίο διατίθεται για αρδευτικούς σκοπούς συνήθως προέρχεται από εκτροπές ποταμών (Αξιός, Αλιάκμονας), από φράγματα και ταμιευτήρες (Πηνειός) ή από λίμνες και πηγές. Πρόσθετες ποσότητες παρέχονται με άντληση των υδροφόρων οριζόντων.


3.1 Γεωργία

Θα περίμενε κανείς ότι οι πολλαπλές αξίες των υγροτόπων για τη γεωργία θα έκαναν τους αγρότες (και του γεωπόνους) να είναι οι πιο δυναμικοί υποστηρικτές της προστασίας και διατήρησης των υγροτόπων. Παραδόξως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Όμως τα «παράδοξα» είναι συνηθισμένα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Ο αγρότης είναι ο κύριος ρυπαντής των υγροτόπων, όπως ακριβώς ο αστός είναι ο κύριος ρυπαντής της ατμόσφαιρας της πόλης του, ο τουρίστας και ο ξενοδόχος οι κύριοι καταστροφείς των παραλιών κ.ο.κ. Τα δεινά των υγροτόπων προέρχονται κατά μεγάλο μέρος από την κακή άσκηση της γεωργίας, γεγονός που οφείλεται σε γενικότερα προβλήματα της κοινωνίας, όπως η επιδίωξη βραχυπρόθεσμου κέρδους, η κακή χρήση των φυσικών πόρων και της ενέργειας κλπ. Συνήθως η προστασία των υγροτόπων, μολονότι βασίζεται κατά ένα μεγάλο μέρος στον αειφορικό χειρισμό των αγρο-οικοσυστημάτων, αποτελεί τελικά κοινωνικό πρόβλημα. (WWF-IUCN, 1990).

Κυρίως με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέσω FEOGA, MOΠ και άλλων ταμείων ή προγραμμάτων), η γεωργία και άλλες σχετικές παραγωγικές δραστηριότητες (όπως η κτηνοτροφία και οι υδατοκαλλιέργειες) συνεχίζουν να εντατικοποιούνται γύρω ή ακόμη και μέσα στους υγροτόπους. Η εντατικοποίηση της γεωργίας έγινε μέσω αυξημένων δικτύων άρδευσης, αλόγιστης χρήσης λιπασμάτων και γεωργικών φαρμάκων, και μη ορθολογικών χειρισμών των λιγοστών υδάτινων πόρων.

Σε μιά συνάντηση στη Πρέβεζα στις 4-5.3.1989, που αφορούσε την προστασία και την ανάπτυξη του Αμβρακικού, ο διευθυντής της Διεύθυνσης Γεωργίας ανέφερε ότι οι αγρότες στην πεδιάδα της Άρτας χρησιμοποιούν 2,000 – 2,500kg λίπασμα ανά εκτάριο, αντί για 500kg που εθεωρείτο ορθό, οδηγώντας έτσι στην εγκατάλειψη των χωραφιών μέσα σε 4-5 χρόνια.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάχρησης στις ποσότητες των χημικών προϊόντων από τους γεωργούς είναι να έχει ξεπεραστεί η ικανότητα αυτοκαθαρισμού των ποταμών και των υγροτόπων και να προκαλούνται συνθήκες σοβαρού ευτροφισμού σε πολλές υδάτινες μάζες. Μέχρι τώρα δεν έχουν παρθεί σοβαρά μέτρα για ν’ αντιμετωπισθεί το πρόβλημα αυτό. Σε μερικές βέβαια περιπτώσεις έχουν κατασκευαστεί κλειστές τάφροι γύρω από τους υγροτόπους για να συλλέγουν την απορροή των ρυπασμένων επιφανειακών νερών. Αυτές όμως σταματούν παράλληλα και την εισροή γλυκού νερού και μετατρέπουν τους υγροτόπους σε μη ανανεούμενα τέλματα. Η δυσκολία είναι ότι μία ριζική λύση δε μπορεί να είναι μόνον τεχνική, αλλά προϋποθέτει την αναδιάρθρωση όλου του τομέα της αγροτικής παραγωγής.

Σε πολλές περιπτώσεις όμως η γεωργία ασκεί και θετικές επιδράσεις στην προστασία των υγροτόπων, όπως στην περίπτωση που τα παραποτάμια χωριά του Λουδία προβάλλουν την αρδευτική αξία του ποταμού ως επιχείρημα για να κρατηθεί ο ποταμός αυτός καθαρός από τα απόβλητα των εργοστασίων. Οι δυσμενείς συνέπειες για τους ποταμούς (και τελικά και για τη γεωργία) εμφανίζονται όταν οι αγρότες δεν κατανοούν πως οι αξίες των υγροτοπικών και των αγροτικών οικοσυστημάτων είναι στενά συνδεδεμένες. Η περίπτωση της λίμνης Κερκίνης, η οποία ξεκίνησε ως ταμιευτήρας νερού για αρδευτικούς σκοπούς και απέκτησε και οικολογική και ιχθυοπονική αξία, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Άλλο θετικό παράδειγμα αποτελούν οι οριζώνες, οι οποίοι θεωρούνται ως πολύτιμο ενδιαίτημα για την άγρια υγροτοπική πανίδα, ιδίως την ορνιθοπανίδα, αν και ορισμένοι καλλιεργητικοί χειρισμοί, όπως η χρήση πολύ τοξικών γεωργικών φαρμάκων, μπορούν να βλάψουν τα άγρια ζώα, είτε απ’ ευθείας, είτε μέσω της τροφικής αλυσίδας. (WWF-IUCN, 1990). Πάντως οι ξηρικές καλλιέργειες αρμόζουν καλύτερα στο ελληνικό κλίμα.


3.1.1 Άρδρευση

Από τον 4ο κιόλας αιώνα π.Χ. ο Πλάτων έγραψε: «…έτσι ώστε να μην προκαλέσουν καταστροφές στη γή, αλλά αντίθετα να αποκομιστούν οφέλη από αυτά, τα νερά που έστειλε ο Δίας, καθώς κυλούν από τις υψηλές κοιλάδες ανάμεσα στα όρη, αφού η ροή τους περιοριστεί με φράγματα, που θα δέχονται και θα απορροφούν νερό από τον ουρανό, θα πρέπει να δημιουργηθούν πηγές και κρουνοί χαμηλότερα, έτσι ώστε τα ξερά μέρη να γίνουν μέρη με άφθονα και πανέμορφα νερά…» (Πλάτων: Νόμοι, 764Β).

Παγκόσμια, οι αρδεύομενες εκτάσεις αποτελούν το 12% των καλλιεργούμενων εκτάσεων. Οι μεγαλύτερες αρδευόμενες εκτάσεις του κόσμου βρίσκονται στη Ασία (Κίνα, Ινδία, Πακιστάν) και τη Β. Αμερική (ΗΠΑ). Εκτιμάται πως γύρω στο έτος 2000 το ποσοστό του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση παγκόσμια θα μειωθεί από 63% σε 55%, κάτω από την πίεση των αυξανόμενων απαιτήσεων της βιομηχανίας, αλλά και της μη αειφορικής (μη βιώσιμης) εκμετάλλευσής του, η οποία και αποτελεί την πιο συνηθισμένη κατάσταση σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα (Belgger, 1990).

Kαι ενώ παγκόσμια επικρατεί τάση συρρίκνωσης των αρδευομένων εκτάσεων, το ελληνικό υπουργείο Γεωργίας εξακολουθεί να επιμένει πως «…ενώ οι δυνάμενες να αρδευθούν σήμερα εκτάσεις ανέρχονται σε 11 εκατομμύρια στρέμματα, ο στόχος είναι να αυξηθούν αυτές και να φθάσουν τα 16 εκατομμύρια στρέμματα, από τα 39.5 που αποτελούν την συνολική γεωργική γη της χώρας…» (Γεωργικό Πρόγραμμα Ѹ9).

Η αγροτική παραγωγή έχει αυξηθεί βέβαια κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα, και αυτό οφείλεται στην προφανή αύξηση της ποσότητας του νερού που χρησιμοποιείται για άρδευση. Πρέπει να σημειωθεί ωστόσο ότι η αναδιάρθρωση (μέσω των ΜΟΠ) των καλλιεργειών, οδηγεί σε νέα είδη που απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες νερού (Λουλούδης, προσωπική επικοινωνία, 1998). Το 1929 αρδεύονταν 1.78 εκατομμύρια στρέμματα ενώ σήμερα υπολογίζεται η αρδευόμενη έκταση σε 12 εκατομμύρια στρέμματα που αντιστοιχούν στο 32% του συνόλου των καλλιεργούμενων εκτάσεων.

Η κατασκευή δικτύων άρδευσης, η εισαγωγή νέων μορφών τεχνολογίας στην άντληση και η έλλειψη συστήματος κοστολόγησης του αρδευτικού νερού έχουν δημιουργήσει την εντύπωση πως το νερό είναι ένας φυσικός πόρος χωρίς τέλος. Αυτή η αντίληψη δυστυχώς υπάρχει ακόμη στο αναπτυξιακό πρότυπο το οποίο ακολουθείται στην Ελλάδα. Τα συστήματα άρδευσης που χρησιμοποιούνται σήμερα στη χώρα μας είναι τα εξής τρία:

  • Επιφανειακή άρδευση.
  • Τεχνητή βροχή (σωλήνες και εκτοξευτήρες νερού).
  • Μικροάρδευση (στάγδην άρδευση, εκτοξευτήριο χαμηλής πίεσης) η οποία είναι η πιο οικονομική στην κατανάλωση νερού.

Τα δημόσια δίκτυα άρδευσης χρησιμοποιούν κυρίως τις δύο πρώτες μεθόδους και ελάχιστα την τρίτη, ενώ τα ιδιωτικά δίκτυα χρησιμοποιούν την τρίτη μέθοδο σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό (περίπου 90%). Αυτή η πρακτική φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος (Κουβέλης et al., 1994).

Τα κυριότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που συνδέονται με την εντατική χρήση νερού για αρδεύσεις είναι η υπεράντληση των υπόγειων αποθεμάτων (υδροφορείς) και των διαθέσιμων επιφανειακών νερών των ποταμών, η αλατοποίηση του εδάφους, και η υποχώρηση των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων (Clarke, 1991).

Επίσης το αρδευτικό νερό που στραγγίζει επιφανειακά ή υπόγεια, όταν βέβαια συμβαίνει τέτοια στράγγιση, μπορεί να απειλήσει την ποιότητα του νερού των υγροτόπων, διότι ενδέχεται να μεταφέρει επιζήμια ιζήματα, θρεπτικά στοιχεία και τοξικές ουσίες. Σε ορθώς σχεδιασμένα, επαρκώς συντηρούμενα και διαχειριζόμενα αρδευτικά δίκτυα δεν πρέπει κανονικά να περισσεύει νερό ώστε να στραγγίζει (εκτός από την περίπτωση των ορυζώνων). Επειδή όμως τέτοια μελετημένα δίκτυα δεν υπάρχουν παντού, το πρόβλημα του στραγγίζοντος νερού είναι υπαρκτό. (WWF-IUCN, 1990).


3.1.2 Υπεράντληση των υπόγειων υδροφορέων

Σύμφωνα με υπολογισμούς, οι επιφανειακοί υδατικοί πόροι συνεισφέρουν στο 65% της άρδευσης στην Ελλάδα, ενώ το υπόλοιπο πρόερχεται από υπόγεια νερά. Κάθε χρόνο:

  • η συνολική αρδευόμενη έκταση αυξάνεται και η ζήτηση για νερό γίνεται ολοένα και πιο πιεστική
  • οι νέες μορφές τεχνολογίας επιτρέπουν την άντληση νερού από υδροφόρους ορίζοντες σε μέγαλα βάθη
  • η έλλειψη επιφανειακών υδάτων αυξάνει τη ζήτηση για υπόγεια ύδατα, γεγονός το οποίο συχνά οδηγεί σε υπεράντληση σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Σε πολλές περιπτώσεις οι γεωτρήσεις για νερό είναι παράνομες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των τοπικών υπηρεσιών του υπουργείου Γεωργίας, στη Θεσσαλία υπάρχουν περίπου 20.000 παράνομα πηγάδια (Κουβέλης et al., 1994).

Οι ΗΠΑ, η πρώην Σοβιετική Ένωση και η Κίνα μείωσαν τις αρδεύομενες εκτάσεις τους μεταξύ 1980 και 1990. Ιδιαίτερα στην Κίνα η υπεράντληση των υπογείων νερών που βρίσκονται κάτω από τα δύο τεράστια αστικά κέντρα του Πεκίνου και του Τιεν – Τσιν, για αρδευτικούς, βιομηχανικούς αλλά και υδρευτικούς λόγους, υπολογίζεται πως θα οδηγήσει σε έλλειμμα της τάξης του 6% στο υδατικό ισοζύγιο μέχρι το τέλος του αιώνα. Με άλλα λόγια, οι ανθρώπινες ανάγκες θα υποχρεώσουν σε κατανάλωση 6% παραπάνω ποσότητας νερού απ’ αυτήν που θα ξαναγυρίζει στη γη μέσω του υδρολογικού κύκλου. Στις πόλεις αυτές ο υπόγειος ορίζοντας έχει ήδη κατέβει μέχρι και 80m, ενώ σε μερικές περιοχές η υπερκείμενη γη έχει υποστεί καθίζηση έως και 0.5m (Livernash & Seligman, 1992).

Πραγματικά, ένα από τα πιο εμφανή αποτελέσματα της υπεράντλησης των υπογείων υδροφορέων είναι η καθίζηση που παρατηρείται σε διάφορες περιοχές της γής, όπου τα υπόγεια αποθέματα νερού για μεγάλο χρονικό διάστημα γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης, με ταχύτητα άντλησης μεγαλύτερη της φυσικής αναπλήρωσής τους.

Τέτοια φαινόμενα έχουν αναφερθεί στο Πεκίνο από τους Livernash and Seligman (1992), στην πόλη του Μεξικού από τον Postel (1993), όπου η καθίζηση συμπαρασύρει τον καθεδρικό ναό της πόλης, στο δέλτα του Μισσισιπή, όπου η καθίζηση σε συνδυασμό με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας προκαλεί την κατάκλυση πολλών τετραγωνικών χιλιόμετρων ξηράς ετησίως (Jacobson, 1990). Ακόμη και στην Ελλάδα, στο Καλοχώρι Θεσ/νίκης, παρατηρήθηκε καθίζηση 2,5m περίπου.

Τα γιγαντιαία υπόγεια υδροαποθέματα κάτω από την περιοχή του Τέξας και της Οκλαχόμα, υπολογίζεται ότι υπεραντλούνται με ρυθμούς μέχρι και 20 φορές ταχύτερους από το ρυθμό με τον οποίο αναπληρώνονται μέσω της κατείσδυσης των νερών της βροχής, με τελική συνέπεια μικρότερες αντλούμενες ποσότητες και αυξημένο ενεργειακό κόστος για την άντληση αυτή (Barkin & Kellev, 1987).

Στην Ελλάδα, σε πολλά σημεία της παράκτιας ζώνης της νότιας Χαλκιδικής έχει διαπιστωθεί ελαφρά υφαλμύρωση των υπογείων νερών, που οφείλεται στη διείσδυση θαλασσινού νερού προς την ενδοχώρα, λόγω της κάμψης του υπογείου υδατικού δυναμικού της περιοχής, ειδικότερα στην παραλιακή ζώνη που εκτείνεται από την Επανωμή μέχρι τα Ν. Μουδανιά και τη χερσόνησο της Κασσάνδρας.

Εκτός από την υφαλμύρωση, παρουσιάζεται και το φαινόμενο της ρύπανσης και μόλυνσης των υπογείων νερών από νιτρικά άλατα και παθογόνους μικροοργανισμούς αντιστοίχως. Τα αίτια φαίνεται πως είναι η υπέρμετρη λίπανση των αγρών και οι πολλοί βόθροι, ιδιαίτερα αυτοί των αυθαίρετων οικισμών. Όλ’ αυτά συνοδεύονται από μία εξασθένηση του υπόγειου υδατικού δυναμικού της περιοχής (με άλλα λόγια, μείωση της ποσότητας των υπογείων νερών), που εκφράζεται με συνεχή πτώση της στάθμης των υπόγειων νερών, της τάξης του 0.5 – 1m ετησίως (Παπακωνσταντίνου, 1994).

Μία από τις χειρότερες περιπτώσεις αλόγιστης χρήσης υπόγειων υδατικών αποθεμάτων αποτελεί η εκμετάλλευση των λεγόμενων «ορυκτών» υδάτινων στρωμάτων. Αυτά είναι υπόγειες δεξαμενές που συγκρατούν νερό εκατοντάδων ή ακόμη και χιλιάδων ετών, το οποίο δεν ανανεώνεται μέσω των βροχοπτώσεων, λόγω της μη διαπερατότητας των πετρωμάτων που το περιβάλλουν. Το νερό αυτό εννοείται πως πρόκειται να εξαντληθεί με την ίδια μαθηματική βεβαιότητα που θα εξαντληθεί και το πετρέλαιο των πετρελαιοπηγών. Τέτοιο πρόβλημα προβλέπεται πως θα έχουν να αντιμετωπίσουν η Σαουδική Αραβία και η Λιβύη, τα επόμενα 50 χρόνια (Γεωργόπουλος, 1997).

Η υπερπληθώρα υδροληπτικών έργων, με το ήδη υπάρχον καθεστός ανεξέλεγκτης εκμετάλλευσης (Postel, 1993) και τα φαινόμενα συνεχιζόμενης ανομβρίας στον ελλαδικό χώρο, προεξοφλούν τη συνεχή ποιοτική υποβάθμιση και εξάντληση των υπόγειων νερών της χώρας μας. Ο τεχνητός εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων, που γίνεται προσπάθεια να εφαρμοστεί, αποτελεί μια διαδικασία που σκοπό έχει να διευκολύνει τη διήθηση μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού από την απορροή, προς τροφοδοσία των υπόγειων υδροφορέων, είτε με την αύξηση της επιφάνειας διήθησης, είτε με άλλες μεθόδους.


3.1.3 Αλάτωση

Σε κάθε οικοσύστημα που δεν αρδεύεται, υπάρχει ισορροπία μεταξύ βροχοπτώσεων από τη μία και εξατμισοδιαπνοής, επιφανειακής απορροής και τροφοδότησης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα από την άλλη. Αυτή η ισορροπία διαταράσσεται σοβαρά εάν προστεθεί στο οικοσύστημα η άρδευση.

Ως αποτέλεσμα της φυσικής διάβρωσης ή αποσάθρωσης, υπάρχουν στα εδάφη άλατα κάθε είδους, μεταφερόμενα με τα νερά της βροχής, και η ποσότητα των αλάτων εξαρτάται από τη σύσταση των αρχικών πετρωμάτων από τα οποία προέρχονται. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα μεγάλο στις ξηρές περιοχές με έντονη εξάτμιση, και όπου οι βροχοπτώσεις δεν είναι αρκετές ώστε να διαλύσουν και να παρασύρουν μεγάλο ποσοστό αλάτων, όπως γίνεται στις υγρότερες περιοχές. Με την άρδευση, συνεχίζουν να προστίθενται και να συσσωρεύοναι άλατα στο αρδευόμενο σύστημα λόγω της αύξησης της εξατμισοδιαπνοής, της ανεπάρκειας της στράγγισης (αποχεύτεσης) του συνήθως άσχημα σχεδιασμένου αρδευτικού συστήματος και της συνεχούς διήθησης του νερού που συντελεί στην ανύψωση του επιπέδου του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα. Τα εδάφη γίνονται τότε τοξικά για τα φυτά, όταν η συγκέντρωση άλατος φτάσει τα 0.5 – 1%. Σε ξηρές περιοχές το ποσοστό των αλάτων μπορεί να φτάσει έως και 12%.


3.1.4 Ανύψωση του υδροφόρου ορίζοντα

Aνύψωση του υδροφόρου ορίζοντα έχουμε όταν εδάφη που δεν αποστραγγίζονται καλά, δέχονται περισσότερο νερό απ’ όσο μπορούν να απορροφήσουν. Σε μερικές περιπτώσεις ο μισός όγκος του νερού άρδευσης χάνεται, μέσω διήθησης προς τα κάτω.

Όταν το επίπεδο του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα ανεβαίνοντας φθάσει κοντά στο επίπεδο του εδάφους, το νερό θα κατευθυνθεί προς τα επάνω με την επίδραση των τριχοειδών φαινομένων και θα εξατμισθεί γρήγορα, ενώ επιπλέον ποσότητες αλάτων θα συσσωρεύονται στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη διάρκεια αυτών των διαδικασιών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, μεγάλες περιοχές μπορεί να εμφανισθούν καλυμμένες με μιάν άσπρη αλατώδη κρούστα (UNESCO-UNEP, 1995). Τα νερά των ποταμών αυξάνουν την αλατότητά τους καθώς διέρχονται από αρδευόμενες εκτάσεις.

Οι ποταμοί γενικώς που περνούν από αρδευόμενα εδάφη πολλαπλασιάζουν την αλατότητά τους όσο πλησιάζουν προς τις εκβολές τους. (Γεωργόπουλος, 1997). H αλάτωση και η ανύψωση του υδροφόρου ορίζοντα είναι από τα πιο σοβαρά σημερινά περιβαλλοντικά προβλήματα, με άμεσες επιπτώσεις στην παγκόσμια παραγωγή τροφής και στην ποιότητα του νερού των ποταμών. Περισσότερο από το 50% της παγκόσμια αρδευόμενης γης εγκαταλείπεται κάθε χρόνο εξ αιτίας αυτών των προβλημάτων (UNESCO-UNEP, 1995).

Αναμένεται πως μετά το 2000, μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις που τώρα αρδεύονται θα επαναποδοθούν στις ξηρικές καλλιέργειες. Καθώς θα συρρικνώνονται τα διαθέσιμα αποθέματα γλυκού νερού για τη γεωργία, πιθανώς η καλλιέργεια ποικιλιών που θα είναι ανθεκτικότερα στο αλάτι και την ξηρασία θα κρατήσουν την παγκόσμια παραγωγή δημητριακών σταθερή. Στο Ισραήλ ήδη σήμερα, το βαμβάκι, το καλαμπόκι, οι ντομάτες και τα σπαράγγια αρδεύονται με νερό δύο φορές αλμυρότερο από αυτό που καθορίζεται ως πόσιμο στις ΗΠΑ (Postel, 1993).

Για ν’ αποφευχθεί η αλάτωση των εδαφών, που οφείλεται στo συνεχώς αυξανόμενο αριθμό των αρδευόμενων περιοχών και στη μειωμένη ροή των ποταμών λόγω της κατασκευής υδατοδεξαμενών αποθήκευσης νερού, πρέπει να απομακρύνεται από το έδαφος μια ποσότητα αλάτων ίση με αυτή που προστίθεται με το νερό, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να γίνει. Το σπουδαιότερο μέτρο που μπορεί να εφαρμοστεί, είναι η αρκετά γρήγορη αποστράγγιση του πλεονάζοντος νερού. Αυτό το μέτρο ωστόσο, για να επιτύχει το σκοπό του, θα πρέπει να εφαρμοστεί ταυτόχρονα σε όλες τις καλλιεργούμενες περιοχές, επειδή στην αντίθετη περίπτωση η αποστράγγιση στις ανάντι περιοχές θα αύξανε το περιεχόμενο σε άλατα του νερού των κατάντι περιοχών. Έτσι το κόστος για την παγκόσμια εφαρμογή αυτού του μέτρου είναι τεράστιο. Τελικά η άρδευση με το σύστημα στάγδην είναι η καλύτερη μέθοδος για την αποφυγή αυτών των φαινομένων, αλλά και για την εξοικονόμηση νερού (UNESCO-UNEP, 1995).


3.1.5 Τα διδάγματα του παρελθόντος

Το γεωργικό θαύμα της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Οι παλιοί ειδικοί όμως δεν υποψιάζονταν ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν και δυσμενείς συνέπειες στο φυσικό αλλά και στο γεωργικό περιβάλλον, εξαιτίας των αποξηράνσεων. Δεν ήξεραν το μέγεθος των πολλαπλών αξιών των υγροτόπων. Για παράδειγμα, δεν μπορούσαν να προβλέψουν ότι μετά από δύο γενιές θα χρειαζόταν η ίδια η γεωργία τμήματα των υγροτόπων που αποξηράνθηκαν, για να τα χρησιμοποιήσει ως ταμιευτήρες αρδευτικού νερού, που όσο πάει και σπανίζει, ή και αν το προέβλεπαν, η Πολιτεία αγνοούσε τις εισηγήσεις τους.

Δικαιολογείται επομένως από τη μια μεριά σεβασμός για το έργο των παλιών, αλλά από την άλλη, η κατάσταση των ελληνικών υγροτόπων σήμερα καταλογίζει μομφή στους σύγχρονους Έλληνες, γιατί, ενώ τώρα έχουμε τη γνώση, δεν διδαχθήκαμε από τα αναπόφευκτα σφάλματα του πρόσφατου παρελθόντος.


3.2 Η υδροηλεκτρική ενέργεια

Η υδροηλεκτρική ενέργεια σήμερα καλύπτει το 1/5 της παραγόμενης ενέργειας παγκοσμίως. Τα μικρά έργα φαίνεται να καλύπτουν καλύτερα τις ενεργειακές ανάγκες, χωρίς να προκαλούν κοινωνική και οικολογική ενόχληση. Όσο μεγαλύτερα είναι τα φράγματα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι εκτάσεις που θα κατακλύσουν με νερό και οι οχλήσεις που προκαλούν. Το ίδιο, όμως, μεγάλες θα είναι και οι ποσότητες των φερτών υλικών που θα παγιδευτούν εκεί, στερώντας τα κατάντι των ποταμών από τη «λιπαντική» τους επίδραση, αλλά, επίσης, ανάλογα μεγάλος θα είναι και ο πληθυσμός που θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τα σπίτια του.

Οι υδροηλεκτρικοί σταθμοί αντιπροσωπεύουν σήμερα στην Ελλάδα μόνο το 25% του τεχνικά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμου υδατικού δυναμικού της. Είναι σημαντική η συνεισφορά των σταθμών αυτών στη μείωση της ρύπανσης (λόγω της μείωσης της ποσότητας συμβατικών καυσίμων που χρησιμοποιούνται από τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς) και στην εξοικονόμιση συναλλάγματος που θα δινόταν για την εισαγωγή πετρελαίου, ενώ κάποιοι από αυτούς εξυπηρετούν πολλαπλούς σκοπούς (Γεωργόπουλος, 1997).

Αυτό το είδος αξιοποίησης ενέργειας, και μάλιστα από μικρής δυναμικότητας σταθμούς, είναι ιδιαίτερα πρόσφορο για την ανάπτυξη ορεινών απομονωμένων περιοχών και για την οικονομικότερη παραγωγή ηλεκτρισμού χωρίς τις απώλειες λόγω μεταφοράς του.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν πραγματοποιήθηκαν μεγάλης κλίμακας υδροηλεκτρικά έργα, λόγω οικονομικών κυρίως δυσχερειών. Εξαίρεση, και με δυσμενέστατες επιπτώσεις, είναι το παρακάτω παράδειγμα.

Το φράγμα του Ασουάν στον ποταμό Νείλο, στην Αίγυπτο, δημιούργησε μια τεχνητή λίμνη μήκους 500 χιλιομέτρων και μέγιστου βάθους 70 μέτρων. Όμως, τα νερά κατέκλυσαν μια έκταση 5.000 km2 στερώντας την από καλλιέργειες. Η ποσότητα νερών που εξατμίζεται (10.000 δισεκατομμύρια m3) είναi πολύ μεγαλύτερη από πριν. Οι στερεές ύλες που έφταναν προηγουμένως στο Δέλτα του Νείλου σταμάτησαν, με αποτέλεσμα η θάλασσα να εισχωρεί στην ξηρά διαβρώνοντάς την. Η εύφορη ιλύς που μεταφερόταν από το ποτάμι και παρέμενε στα παραποτάμια χωράφια, τώρα παγιδεύεται στον πυθμένα της τεχνητής λίμνης και στερεί τα θαλάσσια λιβάδια κοντά στις εκβολές από τα θρεπτικά συστατικά που βοηθούσαν την ανάπτυξη της θαλάσσιας χλωρίδας και των ψαριών που τρέφονταν απ’ αυτήν. Έτσι μεταξύ των αλιευμάτων που μειώθηκαν δραστικά ήταν οι σαρδέλλες. Τέλος ένα είδος σαλιγκαριού που ζει στο Νείλο, και είναι ξενιστής ενός παράσιτου που προκαλεί την ασθένεια σχιστοσωμίοση, διαδόθηκε μέσω των αρδευτικών καναλιών. Η ασθένεια αυτή έχει προσβάλλει σχεδόν τα 3/4 των αγροτών της περιοχής του Ασουάν, γιατί αυτοί κυκλοφορούν ξυπόλυτοι μέσα στα αρδευτικά κανάλια (Simonnet, 1985). Ένα από τα κοινωνικά αποτελέσματα της κατασκευής των μεγάλων φραγμάτων είναι η μαζική μετεγκατάσταση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που έμεναν στα μέρη όπου δημιουργούνται οι τεχνητές λίμνες. Περίπου 120.000 αγρότες του Ασουάν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις περιοχές όπου ζούσαν και να μετοικήσουν (Clarke, 1991).

Τα προβλήματα που συνδέονται με την κατασκευή μεγάλων φραγμάτων είναι: (1) η μείωση του όγκου των αποθηκευόμενων υδάτων, λόγω διάβρωσης εδαφών στα ανάντι των ποταμών, και άρα αυξημένων φερτών υλικών, που εκτοπίζουν το νερό μειώνοντας την ποσότητά του, μειώνοντας έτσι δραστικά το χρόνο ζωής των φραγμάτων, και μαζί την αρδευτική αλλά και υδροηλεκτρική ικανότητά τους. Επίσης, (2) η μείωση της γονιμότητας των καλλιεργούμενων εκτάσεων στα κατάντι των ποταμών, λόγω της παγίδευσης των θρεπτικών συστατικών στα φράγματα. Τα προηγούμενα, σε συνδυασμό με (3) το υψηλό κόστος των αρδευτικών έργων, οδήγησαν στην όλο και επιβραδυνόμενη αύξηση των αρδευόμενων εδαφών παγκοσμίως. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 η ταχύτητα αύξησης των αρδευόμενων εδαφών μειώθηκε σε πλανητική κλίμακα.

Τέλος, τα μεγάλα φράγματα συνδέονται με τη σημαντικότερη ίσως ανθρωπογενή πρόκληση σεισμών. Σε μερικές δεκάδες περιπτώσεων παγκόσμια, η πλήρωση των τεχνητών λιμνών πίσω από φράγματα προκάλεσε σημαντική σεισμική δραστηριότητα. Διαπιστώθηκε πως συνέβαιναν περισσότερες δονήσεις και με μεγαλύτερη συχνότητα (που είχε μάλιστα σχέση με τη ποσότητα νερού του ταμιευτήρα) μετά την πλήρωση των τεχνητών λιμνών, παρά πριν απҠαυτήν (Goudie, 1990).

Υπάρχουν τουλάχιστον έξι περιπτώσεις σε παγκόσμια κλίμακα (Koyna – Iνδία, Hsin Feng Kiang – Κίνα, Kariba – Zιμπάμπουε, Hoover – ΗΠΑ, Kρεμαστά και Μαραθώνας) όπου σεισμοί με ένταση μαγαλύτερη των 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, συνοδεύομενοι από σειρά προσεισμικών και μετασεισμικών δονήσεων, συσχετίστηκαν με την πλήρωση των υδάτινων ταμιευτήρων.

Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις έιναι οι εξής:

  1. Αλλαγές στα μικρά και μεγάλα οικοσυστήματα.
  2. Εξάπλωση των ασθενειών που σχετίζονται με το νερό.
  3. Απότομες αυξομειώσεις της ροής των ποταμών.
  4. Αλλαγές στην ποιότητα του νερού και των ιζημάτων.
  5. Κίνδυνοι πλημμυρών.
  6. Αλλαγές συνθηκών για ψάρεμα, καλλιέργεια, μεταφορά και άλλες οικονομικές δραστηριότητες.
  7. Υποχρεωτική μεταφορά του πληθυσμού.
  8. Σεισμική δραστηριότητα.
  9. Παρεμπόδιση στις μετακινήσεις των πληθυσμών των ψαριών και άλλων οργανισμών.

Οι επιδράσεις του περιορισμού ή της απώλειας της γης, κύρια της καλλιεργήσιμης, αλλά και ο ευτροφισμός (βλέπε στο σχετικό κεφάλαιο) στα ποτάμια και τις δεξαμενές, προκάλεσαν αναστάτωση με αποτέλεσμα τη διακοπή ή διάλυση πολλών σχεδίων. Οι αλλαγές στη ροή και τη στάθμη του νερού έχουν συνδεθεί με πολλά προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ιζηματογένεση, τη διάβρωση, την αλάτωση κ.ά. και μπορεί να έχουν επίδραση στην αλιεία και τη γεωργία.

Με βάση όλα αυτά, είναι εμφανές πως η περαιτέρω ανάπτυξη της εκμετάλλευσης της ενέργειας του νερού πρέπει να βασιστεί σε μια προσεκτική εξισορρόπηση των θετικών και αρνητικών αποτελεσμάτων(UNESCO-UNEP, 1995).

Ο εξηλεκτρισμός στην Ελλάδα

Το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη μικρή ελληνική βιομηχανία κατεστραμμένη. Μεταξύ των κύριων στόχων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, ιδίως μετά τον εμφύλιο, ήταν η εκβιομηχάνιση, η οποία προϋπέθετε ενεργειακή επάρκεια. Η απόκτηση νέων ενεργειακών πηγών δεν ήταν απαραίτητη μόνο για τη βιομηχανία, αλλά και για την ανάπτυξη της γεωργίας και των κατοικημένων περιοχών. Ας σημειωθεί ότι το 1950 μικρό ποσοστό των μικρών οικισμών είχε ηλεκτρικό ρεύμα.

Ο εξηλεκτρισμός της Χώρας βασίστηκε στα υδροηλεκτρικά και τα θερμοηλεκτρικά έργα.

Τα υδροηλεκτρικά έργα προκάλεσαν αύξηση των υγροτοπικών εκτάσεων και έχουν σοβαρά πλεονεκτήματα σε σύγκριση με τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς: αποφυγή ρύπανσης της ατμόσφαιρας και χρήση ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Όμως, όπως αναφέρθηκε, προκαλούν αλλοίωση των ποταμών καθώς και των δελταϊκών εκβολικών οικοσυστημάτων, γιατί ο ταμιευτήρας νερού που σχηματίζεται στο φράγμα χρησιμοποιείται και για άλλους σκοπούς π.χ αρδευτικούς. Υδροηλεκτρικά έργα έχουν κατασκευαστεί σε πολλούς μεγάλους ποταμούς της Ελλάδας (π.χ. Αλιάκμονας, Αχελώος, Άραχθος, Λούρος, Αλφειός) και κατασκευάζονται (Νέστος) η προγραμματίζονται (Αώος) καινούργια. Η ΔΕΗ ευνοεί πολλές φορές και την κατασκευή μικρών υδροηλεκτρικών έργων σε μικρούς ποταμούς π.χ. ποταμός Αγίου Γερμανού Πρεσπών (δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη, αλλά υπάρχουν και σοβαρές αντιρρήσεις). (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).


3.3 Το νερό στην Βιομηχανία

Στις χρήσεις του νερού στη Βιομηχανία περιλαμβάνονται η ψύξη ή θέρμανση του νερού για την παραγωγή ενέργειας, η χρήση του ως διαλύτη πολλών ουσιών, μεταξύ των οποίων και πολλοί ρυπαντές, και στα ορυχεία ως βοήθημα για τις εξορύξεις. Η συνολική απαίτηση νερού των βιομηχανιών υπολογίζεται στο ποσοστό του 21% της συνολικής χρήσης, όμως οι απαιτήσεις αυτές αυξάνονται πολύ γρηγορότερα απҠό,τι οι αντίστοιχες της γεωργίας.

Μια σοβαρή επίπτωση στο περιβάλλον είναι πως το μεγαλύτερο ποσοστό του νερού που χρησιμοποιείται από τη βιομηχανία επιστρέφει στη φύση και στον υδρολογικό κύκλο, συχνά μέσω ενός ποταμού ή λίμνης, δυστυχώς όμως αρκετά ρυπασμένο από χημικά ή βαριά μέταλλα, και συχνά θερμότερο. Συγχρόνως όμως, σε έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών, οι τοπικές αρχές θέτουν αυστηρά μέτρα διαχείρισης των νερών που χρησιμοποιούνται από τη βιομηχανία, συνήθως με τη χρηματική επιβάρυνση των ίδιων των βιομηχανιών.

Από το 1970 η διαχείριση του νερού σε πολλές βιομηχανίες έχει αναπτυχθεί σημαντικά. Έτσι έχουμε μεγαλύτερη οικονομία νερού και μείωση του κόστους της διαχείρισης των αποβλήτων. Παρ’ όλα αυτά, μελέτες γύρω από την όξινη και τοξική βροχή μας δείχνουν πως βιομηχανικά απόβλητα εισβάλλουν στον υδρολογικό κύκλο και με άλλους τρόπους, εκτός της εκροής υδατικών αποβλήτων.

Η εμφάνιση νέας, φιλικότερης προς το περιβάλλον τεχνολογίας είναι μια πολύ σημαντική πρόσφατη τάση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Κάποια στοιχεία αυτής της τεχνολογίας βοηθούν στη μείωση των αποβλήτων, χρησιμοποιώντας πιο εποικοδομητικά τις πρώτες ύλες και την ενέργεια. Η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας οδήγησε στην αποτελεσματικότερη διαχείριση της εκροής των βιομηχανικών αποβλήτων.

Μερικές βιομηχανικές διαδικασίες είναι ιδιαίτερα υδροβόρες. Για την παραγωγή ενός τόνου χάλυβα, χαρτιού, σιταριού, αμμωνίας, χρησιμοποιούνται αρκετές εκατοντάδες τόνοι νερού, ενώ για την παραγωγή ενός τόνου πλαστικού, συνθετικών νημάτων, συνθετικού καουτσούκ ή νικελίου, χρειάζονται μερικές χιλιάδες τόνοι νερού.

Το μεγαλύτερο ποσοστό νερού βιομηχανικής χρήσης χρησιμοποιείται για ψύξη. Θερμά και υγρά απόβλητα, όμως, απορριπτόμενα σε υδάτινους αποδέκτες, αυξάνουν το μεταβολισμό των υδρόβιων οργανισμών και μειώνουν την ποσότητα του διαλυμένου οξυγόνου στα νερά. Γι’ αυτό υπάρχει και η απαίτηση, οι βιομηχανίες να ψύχουν τα θερμά υδατικά τους απόβλητα πριν από την απόρριψή τους. Οι χώρες με τις μεγαλύτερες καταναλώσεις νερού για βιομηχανική χρήση είναι οι ΗΠΑ, η πρώην Σοβιετική Ένωση (οι δυό αυτές χώρες καταναλώνουν το 50% του νερού για βιομηχανική χρήση παγκόσμια), η Ιαπωνία, η πρώην Δυτική Γερμανία και η Κίνα. Η βιομηχανική κατανάλωση νερού αυξάνεται συνεχώς. Υπολογίζεται να φτάσει το 26% της παγκόσμιας κατανάλωσης κατά το έτος 2000. (Γεωργόπουλος, 1997)

Κατά τη βιομηχανική χρήση του νερού υπάρχουν οι δυνατότητες ανακύκλωσής του, δεδομένου πως δεν αναλίσκεται, αλλά μόνο θερμαίνεται ή ρυπαίνεται. Η τάση εξοικονόμησης νερού εμφανίστηκε εντυπωσιακά στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ, στην πρώην Δυτική Γερμανία και στη Σουηδία. Σε όλες αυτές τις χώρες η χρήση νερού από τις βιομηχανίες χημικών, χάλυβος, πετρελαιοειδών και χαρτιού, οι οποίες είναι από τις πιο υδροβόρες, μειώνεται συνεχώς κατά την τελευταία εικοσαετία, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η παραγωγικότητα των βιομηχανιών αυτών, γεγονός που σημαίνει πως χρησιμοποιούν το νερό πολύ πιο αποτελεσματικά(Postel, 1993).

Έτσι στις ΗΠΑ οι κατασκευαστές ατσαλιού κατάφεραν να μειώσουν την κατανάλωση νερού σε μερικούς μόνο τόνους (αντί μερικές εκατοντάδες τόνους) ανά παραγόμενο τόνο ατσαλιού, εξοικονομώντας μέσω της ανακύκλωσης την υπόλοιπη ποσότητα νερού που χρειάζονται.

Παραδείγματα ρύπανσης υγροτόπων από βιομηχανίες υπάρχουν σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, άρα η παράθεσή τους εδώ περιττεύει. Η Ελλάδα προσπαθεί κάτι να κάνει, χωρίς επιτυχία ως τώρα, για να μειώσει τη ρύπανση από τα απόβλητα των βιομηχανιών της. Διαμαρτύρεται επίσης, και δίκαια, για τη ρύπανση που προκαλούν όμορες χώρες στους διασυνοριακούς ποταμούς.

Ωστόσο, κάποιες κρατικές υπηρεσίες εξέταζαν με ενδιαφέρον την ιδέα να χρησιμοποιηθεί μια περιοχή κοντά στον σημαντικότατο, ακόμη και ιστορικά, υγρότοπο της Λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου, ως χώρος εναπόθεσης και επεξεργασίας τοξικών βιομηχανικών αποβλήτων, εισαγωμένων από βορειοευρωπαϊκές χώρες. Ανάλογη ιδέα ήταν να εγκατασταθεί το 1985 σ’ έναν άλλο σημαντικό υγρότοπο (Δέλτα Νέστου) διαλυτήριο πλοίων, η οποία τελικά δεν υλοποιήθηκε, όχι γιατί η Ελληνική Κυβέρνηση αντιλήφθηκε το λάθος ξαφνικά, αλλά γιατί αντέδρασαν οι ντόπιοι ψαράδες και αγρότες και άλλαξαν οι οικονομικές συνθήκες. Οι δύο αυτές περιπτώσεις εικονογραφούν την πρόθεση μεταφοράς ρύπων από χώρα σε χώρα, που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις σήμερα, αλλά και τη μεγάλη αποτελεσματικότητα της κοινωνικής πίεσης προς οποιαδήποτε οικονομικά συμφέροντα (Γεωργόπουλος, 1997).


3.4 Αστικοποίηση

Οι οικισμοί ασκούν ισχυρές πιέσεις για ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές στους υγροτόπους. Οι αλλαγές αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αρνητικές.

Οι ποσοτικές και οι ποιοτικές αλλαγές επιφέρονται με άμεσους και έμμεσους τρόπους.

Ποσοτικές αλλαγές

Άμεση ποσοτική αλλαγή είναι η επέκταση πολεοδομικών σχεδίων ακριβώς πάνω σε περιοχές υγροτόπων, στις οποίες, όχι σπάνια, προηγείται εκτεταμένη αυθαίρετη δόμηση.

Παράδειγμα η Δράμα. Ως τα πρώτα μεταπολεμικά έτη υπήρχε στην πόλη αυτή σπάνιας αξίας περιαστικός πηγαίος υγρότοπος πολλών εκατοντάδων στρεμμάτων, από τον οποίο σήμερα μένουν μόνο 80 περίπου στρέμματα. Ο υπόλοιπος καλύφθηκε από πολυκατοικίες και από τεχνητό πάρκο, παράδειγμα για αποφυγή, αφού οι φυσικές κοίτες των ρυακιών εγκιβωτίσθηκαν με σκυρόδεμα, ξεριζώθηκε η φυσική βλάστηση και φυτεύθηκαν ξενόφερτα είδη. (Τσιούρης & Γεράκης, 1991)

Η αστική οικοδόμηση έχει και άλλες συνέπειες στα αποθέματα νερού. Μιά από αυτές είναι η αύξηση του κινδύνου πλημμυρών. Όταν η βλάστηση αντικαθίσταται από σπίτια και μπετόν, το χώμα από δρόμους και πλακοστρώσεις, το νερό της βροχής, που στις αγροτικές περιοχές απορροφάται από το χώμα, τρέχει στους δρόμους των πόλεων. Κατασκευάζοντας υπονόμους και αποχετεύσεις οι κίνδυνοι πολλαπλασιάζονται. Το βρόχινο νερό που τρέχει στους δρόμους των πόλεων περιέχει πολλούς ρυπαντές, όπως πλαστικά και χάρτινα απόβλητα, λάδι και βενζίνη, απορρυπαντικά και άλλα χημικά.

Οι πολεοδόμοι είναι γνώστες αυτών των προβλημάτων και χρησιμοποιούν πρακτικές που μειώνουν την ταχύτητα με την οποία φεύγει το νερό, μετά από μία δυνατή βροχή, όμως οι κανόνες δεν τηρούνται πάντοτε. Η βλάστηση είναι πολύ σημαντική, γιατί τα φυτά και το χώμα γύρω τους απορροφούν το νερό. Δέντρα κατά μήκος των δρόμων, πάρκα και νησίδες με πρασινάδα, είναι πολύ σημαντικά βοηθήματα. Επίσης διάφορες τεχνικές κατασκευές, όπως επίπεδες ταράτσες με σωλήνες αποχέτευσης, αυλάκια και τεχνητές λιμνούλες, βοηθούν στο να μη φτάσει το ρυπασμένο νερό στους δρόμους.

Οι οικισμοί επιφέρουν στους υγροτόπους και έμμεσες ποσοτικές αλλαγές, στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις αυξανόμενες ανάγκες τους σε πόσιμο νερό. Ο υδροδοτικός προγραμματισμός των οικισμών είναι σχεδόν πάντα βραχυπρόθεσμος και, μπροστά στην ανάγκη που δημιουργεί η έλλειψη πόσιμου νερού, δεν μπορεί να αντέξει κανένας υγρότοπος, έστω και αν είναι γνωστό ότι μακροπρόθεσμα προκαλείται καταστροφή των πηγών υδροδότησης για την επόμενη γενιά, εξαιτίας της υπερκατανάλωσης (αλάτωση, συνίζηση κλπ). Συχνά οι μεγάλοι οικισμοί, αντί να δρούν ως δυνάμεις προστασίας της έκτασης και ποιότητας των υγροτόπων (για μελλοντικά αποθέματα πόσιμου νερού), δρούν ως δυνάμεις υποβάθμισης ή και καταστροφής (π.χ υγρότοπος Αραβησσού – ύδρευση Θεσσαλονίκης). Ακόμη και ποταμοί μπορούν να εξαφανισθούν κατά την αγωνιώδη εξασφάλιση πόσιμου νερού.

Ο χρυσοφόρος ποταμός Εχέδωρος (ή Γαλλικός) δεν φθάνει πια στη θάλασσα, γιατί τα νερά του χρησιμοποιούνται (έμμεσα) κυρίως για την υδροδότηση της Θεσσαλονίκης.

Υπολογίζεται πως κατά το έτος 2000 το ποσοστό νερού για αστικές χρήσεις θα φτάσει το 12% (Belyaev, 1990). Η προσπάθεια εύρεσης όλο και καινούργιων υδατικών αποθεμάτων, ή χώρων που να χρησιμεύουν για ταμιευτήρες, η διαδικασία καθαρισμού του νερού πριν από την χρήση του από τον αστικό πληθυσμό, καθώς και η επεξεργασία των υγρών αποβλήτων μετά, είναι σημαντικά προβλήματα στα οποία δεν έχουν πάντα δοθεί οι σοφότερες λύσεις. Το αυξανόμενο οικονομικό κόστος όλων των παραπάνω διαδικασιών, οι απώλειες των δικτύων ύδρευσης που ανέρχονται (ανάλογα με την παλαιότητά τους) μερικές φορές στο 25% ή ακόμα και στο 35% του συνολικά μεταφερόμενου νερού και η μεγάλη συγκέντρωση ανθρώπων στα αστικά κέντρα, επιβαρύνει την κατάσταση.

Ποιοτικές μεταβολές

Μια σοβαρή άμεση ποιοτική μεταβολή σε υγροτόπους είναι η ρίψη ανεπεξέργαστων αστικών λυμάτων σε υγροτόπους, μια πρακτική που είναι δυστυχώς ο κανόνας για την ελληνική πραγματικότητα (π.χ Λαγκαδάς στην Κορώνεια, Καστοριά στη λίμνη της, Ξάνθη στη Βιστωνίδα, Γιαννιτσά και άλλοι οικισμοί στον Λουδία, Πτολεμαΐδα στη Βεγορίτιδα κλπ).

Ο ποταμός Πηνειός της Θεσσαλίας και οι παραπόταμοί του ελέγχονται από το 1988 μέχρι σήμερα από τα εργαστήρια της Δημόσιας Επιχείρησης Ύδρευσης-Αποχέτευσης Λάρισας. Η ρύπανση του ποταμού είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε περιόδους χαμηλών παροχών. Τα τμήματα ανάντι της Λάρισας δεν εμφανίζονται ιδιαίτερα φορτισμένα, ενώ τα τμήματα του ποταμού κατάντι της πόλης παρουσιάζουν σημαντική ρύπανση, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες. Μετά την κοιλάδα των Τεμπών, λόγω εμπλουτισμού του νερού από πηγές μεγάλης παροχής, η κατάσταση είναι καλύτερη. Από τους παραπόταμους ιδιαίτερα ρυπασμένος εμφανίζεται ο Ληθαίος (Μπέλτσιος et al., 1990).

Αυτό δεν είναι παράδοξο, αν πάρει κανείς υπόψη του τις κοινωνικές συνθήκες του παρελθόντος. Είναι όμως απαράδεκτο το πόσο λίγοι οικισμοί στην Ελλάδα έχουν προγραμματίσει, έστω και για το απώτερο μέλλον, συστήματα επεξεργασίας των αστικών τους λυμάτων. Η Θεσσαλονίκη βέβαια έχει όχι μόνο προγραμματίσει, αλλά και σχεδόν ολοκληρώσει το έργο πρωτοβάθμιας επεξεργασίας των λυμάτων των υπονόμων της. Όμως ο σχεδιασμός του έργου δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις επιπτώσεις στον υγρότοπο του Δέλτα Αξιού – Λουδία – Αλιάκμονα και στις ακτές της Πιερίας.

Έμμεσες αλλαγές στην ποιότητα των υγροτόπων μπορούν να προκληθούν από τα στερεά αστικά απορρίματα, που κατά συνήθεια εναποτίθενται σε υφέσεις του ανάγλυφου. Οι κοίτες των χειμάρρων είναι προσφιλείς χώροι «υγειονομικής» ταφής. Όμως ο τρόπος διαχείρισης των χώρων αυτών προκαλεί συνήθως ρύπανση των νερών του χειμάρρου, και πιθανώς των υπογείων νερών, με τα εκπλύματα των απορριμμάτων. Επίσης οι οικισμοί δεν μπορούν εύκολα να εμποδίζουν τις επιχωματώσεις χειμάρρων που προκαλούν οι καταπατητές δημοσίων εκτάσεων. Καμιά φορά επιχωματώνουν οι ιδιες οι δημοτικές αρχές τους χειμάρρους τους για να κατασκευάσουν δρόμους και άλλα έργα, παρόλο που είναι γνωστό ότι ο επιχωματωμένος χείμαρρος κάποτε θα εκδικηθεί με καταστροφές περιουσιών ή και με αφαίρεση ανθρωπίνων ζωών.

Και όμως οι μεγάλοι οικισμοί μπορούν, και κάποτε το κάνουν, να δράσουν θετικά στο να διατηρηθεί η έκταση και η ποιότητα μερικών υγροτόπων. Χρειάζονται τους υγροτόπους για καθαρό πόσιμο νερό και για αναψυχή. Π.χ. η Έδεσσα προστάτευσε τους καταρράκτες της από τα σχέδια «ανάπτυξης» της ΔΕΗ. Οπωσδήποτε η θετική αυτή δύναμη θα μπορούσε να ήταν πολύ μεγαλύτερη, ώστε να εξισορροπήσει τις αρνητικές δυνάμεις που περιγράφηκαν πιο πάνω, αν οι κάτοικοι των πόλεων ήταν ενημερωμένοι για τις δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να επιφέρει στη φυσική κληρονομιά η διαχείριση των πηγών πόσιμου νερού με τρόπους μη αειφορικούς.

Κάποιοι οικισμοί δημιουργούν τεχνητούς υγροτόπους για υδροδότηση, και καμιά φορά για αναψυχή. Μεγάλος τεχνητός υγρότοπος για αναψυχή δεν γνωρίζουμε να έχει γίνει στην Ελλάδα. Σκέψεις γίνονται σε μερικούς δήμους. Για παράδειγμα ο Δήμος Γιαννιτσών εξετάζει την ιδέα να δημιουργήσει τεχνητή λίμνη αναψυχής με τα νερά του Λουδία. Η πραγματοποίηση της ιδέας αυτής θα ενισχύσει τις πιέσεις για να προστατευθεί ο ποταμός αυτός από τη ρύπανση με αστικά και βιομηχανικά λύματα.

Η νέα αντίληψη στη διαχείριση αυτού του φυσικού πόρου – δηλαδή εξοικονόμηση μάλλον του νερού ύδρευσης, παρά προσπάθεια για συνεχή ικανοποίηση της αυξανόμενης ζήτησης – φαίνεται να κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδιαίτερα μπροστά στα ολοένα συρρικνούμενα αποθέματα των υδατικών πόρων.


3.5 Υλοτόμηση

Το 95% της έκτασης της Ελλάδας βρίσκεται κάτω από τα φυσικά δασοόρια (υψόμετρο μικρότερο από 1.800 μέτρα) και άρα θα μπορούσε να καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη από δάση. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί π.χ. στην Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία, των οποίων μεγάλες περιοχές βρίσκονται πάνω από τα δασοόρια.

Τα μέρη της ελληνικής επικράτειας που δεν δασοκαλύπτονται, προκαλούν την επιφανειακή απορροή μεγάλης ποσότητας νερού (που δε διεισδύει στο έδαφος, άρα προκαλείται μείωση των υδάτων των υπογείων υδροφορέων) καθώς και την αύξηση της ταχύτητας με την οποία λαμβάνει χώρα αυτή η επιφανειακή απορροή. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα των παραπάνω είναι η εκεταμένη διάβρωση που χαρακτηρίζει τη χώρα μας.

Υπολογίζεται πως κάθε χρόνο, περίπου 86.000.000 m3 φερτών υλών μεταφέρονται από τα ορεινά προς τη θάλασσα, όγκος που ισοδυναμεί σε έκταση με ένα μέσο ελληνικό νησί 35 km2 (όση η Πάτμος) και βάθος 2.5 μέτρα (Κωτούλας 1989β, Κωτούλας 1986). Τα φερτά αυτά υλικά αχρηστεύουν αντιπλημμυρικά και αρδευτικά έργα που κατασκευάζονται σε πεδινές περιοχές, καταστρέφουν γέφυρες και καταστρώματα οδών κατά την κίνησή τους, μετατοπίζουν κοίτες ποταμών, προσχώνουν τις τεχνητές λίμνες των υδροηλεκτρικών φραγμάτων μειώνοντας τη «ζωή» τους και επίσης προσχώνουν τις φυσικές λίμνες (Βιστωνίδα, Καστοριάς, Ιωαννίνων) απειλώντας να τις μετατρέψουν σε απλά έλη και να καταστρέψουν τους υγροβιοτόπους τους. Τέλος, επεκτείνουν τα δέλτα κάποιων ποταμών προς τη θάλασσα όπως του Σπερχειού, του Αξιού, του Αλιάκμονα. Να σημειωθεί πως η συνδυασμένη δράση των δύο τελευταίων απειλεί με λιμνοποίηση τον κόλπο της Θεσσαλονίκης, κάποια στιγμή στο μέλλον. (Γεωργόπουλος, 1977).


3.6 Συνδυασμός και συγκρούσεις των δυνάμεων αλλαγής στην Ελλάδα

Οι κύριες δυνάμεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω έδρασαν και δρούν άλλοτε σε συνδυασμό και άλλοτε ανταγωνιστικά. Ο εξηλεκτρισμός στην ανάπτυξή του είχε την πλήρη υποστήριξη και των υπολοίπων τεσσάρων. Συγκρούσεις έντονες δημιουργήθηκαν μεταξύ οικισμών και γεωργίας (π.χ. οι κάτοικοι του Βόλου εναντίον της ρύπανσης του Παγασητικού από γεωργικούς ρύπους και από απόβλητα των γεωργικών βιομηχανιών της Λάρισας). Η γεωργία και οι οικισμοί αντιδρούν στη χρήση υγροτόπων ως αποδεκτών βιομηχανικών αποβλήτων, παρόλο που οι δύο αυτές δυνάμεις δεν φροντίζουν όσο θάπρεπε για τη σωστή διάθεση των δικών τους λυμάτων. Ο ανταγωνισμός μεταξύ οικισμών και τουρισμού για την εξασφάλιση πόσιμου νερού μπορεί να οδηγήσει στην αλλοίωση υγροτόπων. Η γεωργία ήδη αντιδρά, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία, στην καταστροφή των γεωργικών εκτάσεων και των υγροτοπικών πόρων που προξενούν ο τουρισμός, η βιομηχανία και οι οικισμοί.

Οι συγκρούσεις είναι αναπόφευκτες, αλλά ενισχύονται και γίνονται καταστρεπτικές μέσα σε μια κοινωνία που δεν ιεραρχεί τις αξίες της, και που θεωρεί ως πρότυπο ανάπτυξης αυτό που στην ουσία είναι υπο-ανάπτυξη. Κατά την τελευταία δεκαπενταετία προβλήθηκε πολύ, και μάλιστα ακόμη και από καλοπροαίρετους πολιτισμούς, το σύνθημα «ανάπτυξη με ταυτόχρονη προστασία του περιβάλλοντος». Σύνθημα καθησυχαστικό για το ευρύ κοινό, ίσως και πρόφαση για μείωση των αντιδράσεων σε εσκεμμένες οικολογικές υποβαθμίσεις. Όμως επιστημονικά εσφαλμένο, διότι αυτή καθҠεαυτή η έννοια της ορθολογικής ανάπτυξης περιέχει τις έννοιες της αειφορικής χρήσης των πόρων και της εξασφάλισης υψηλής ποιότητας περιβάλλοντος. Αλλιώς δεν πρόκειται για ανάπτυξη αλλά για υπανάπτυξη (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια εμφανής μείωση των βροχοπτώσεων. Επί πλέον η συνεχής μείωση της δασοκάλυψης λόγω των πυρκαϊών αυξάνει το συντελεστή απορροής και μειώνει το ετήσιο υδατικό δυναμικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Η κατάσταση αυτή έχει δημιουργήσει έντονο πρόβλημα λειψυδρίας, εξάντλησης και αλάτωσης των υδροφορέων σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Οι τοπικοί υδατικοί πόροι δεν είναι αρκετοί ώστε να ικανοποιήσουν τη ζήτηση σε νερό. Συχνά οι παράλληλες χρήσεις γίνονται ανταγωνιστικές. Η έλλειψη ορθολογικής διαχείρησης των υδατικών πόρων χειροτερεύει την κατάσταση. Το φαινόμενο της παράνομης ιδιωτικής άντλησης από τους υδροφορείς είναι εκτεταμένο, και ο έλεγχός του πολύ δύσκολος.


3.7 Ο ανταγωνισμός για τη χρήση του νερού

Οι ανάγκες για νερό στο σύγχρονο κόσμο διαρκώς αυξάνονται, γεγονός που οδηγεί σε μια σειρά ανταγωνισμών. Είναι γεγονός ότι τα προβλήματα ανταγωνισμού αποκτούν ιδιαίτερη οξύτητα στις Μεσογειακές χώρες, όπου, εκτός από τις επικρατούσες φυσικές και οικονομικές συνθήκες, η κατάσταση περιπλέκεται από την υποβάθμιση των υδατικών πόρων που προέρχονται από μή-Μεσογειακές περιοχές, και από το μεγάλο αριθμό των κρατών που μοιράζονται τον ίδιο πόρο.

Όλες οι χρήσεις του νερού δεν είναι ισοδύναμες. Στην ενδοχώρα οι αγρότες καταναλώνουν το περισσότερο νερό. Η ανεπάρκεια ή η ακρίβεια του νερού μπορούν να συμπιέσουν τις αγροτικές χρήσεις προς όφελος άλλων προτεραιοτήτων (π.χ του τουρισμού). Προβλήματα αυτού του τύπου τίθενται με οξύ τρόπο στα νησιά και γενικότερα στις περιοχές που τροφοδοτούνται με άντληση από τους υδροφόρους ορίζοντες, ενώ είναι ανύπαρκτο στις Μεσογειακές περιοχές με τα μεγάλα ποτάμια (Έβρος, Ροδανός, Πάδος, Νείλος, Γκουανταλκιβίρ), όπου τα άφθονα νερά μπορούν να διανεμηθούν με χαμηλό κόστος σε μεγάλες εκτάσεις καλλιεργούμενων γαιών.

Η προτεραιότητα στις προσωπικές και στις αστικές ανάγκες, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, δείχνει ότι αυτό το πρόβλημα θα γίνει κανόνας στα επόμενα χρόνια για χώρες όπως το ανατολικό Μαρόκο, η Αλγερία και η Τυνησία, των οποίων ο αστικός πληθυσμός αυξάνει με ρυθμούς που φτάνουν στο διπλασιασμό κάθε 15 χρόνια. Σε ορισμένες περιοχές της Ισπανίας η επέκταση της αστικής ζήτησης δεν μπορεί να ικανοποιηθεί παρά μόνο με προσφυγή σε ταμιευτήρες που αρχικά προορίζονταν για τη γεωργία. Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν τη σοβαρότητα των εντάσεων που αναμένεται να οξυνθούν.

Οι υπερβολικές απολήψεις στα ανάντι περιορίζουν την ικανοποίηση των αναγκών στα κατάντι, όπως συμβαίνει με τα διασυνοριακά ποτάμια της Β. Ελλάδας, με αποτέλεσμα νέες εστίες εντάσεων. Εκτός από την κατακράτηση, υπάρχει και η εκτροπή, που οδηγεί το νερό προς άλλες λεκάνες απορροής (π.χ. Εύηνος, Αχελώος) και αποτελεί μια σοβαρή προσβολή στα κεκτημένα δικαιώματα ή στην ανάπτυξη των περιοχών που βρίσκονται στα κατάντι της λήψης. Σ’ αυτά προστίθενται και οι οικολογικές διαταραχές που συνδέονται με την ελάττωση της παροχής.


3.8 Οι συγκρούσεις μεταξύ κρατών για τη νομή του νερού

Ο φυσικός πόρος που λέγεται νερό διαφέρει από τους υπόλοιπους φυσικούς πόρους, λόγω της κίνησής του. Αυτή η διαφορά συχνά κάνει τα ζητήματα διαχείρισής του εκρηκτικά. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το 40% των ανθρώπων κατοικεί σε ποτάμιες λεκάνες, τις οποίες μοιράζονται περισσότερα από ένα κράτη (United Nations, 1978). Είναι προφανές πως σε περιοχές με έλλειψη τόσο νερού όσο και κανόνων που να ρυθμίζουν την εκμετάλλευσή του, η απειλή τοπικών αναφλέξεων είναι έντονη. Το μοίρασμα των υπόγειων νερών μπορεί επίσης να προκαλέσει διαμάχες, όπως αυτές που καταγράφηκαν στην Αίγυπτο, το Σουδάν, το Τσαντ.

Η οικοδόμηση από τη Βραζιλία και την Παραγουάη του διαβόητου φράγματος Ιταϊπού στον ποταμό Παρανά, όξυνε τις σχέσεις τους με τη γειτονική Αργεντινή, της οποίας δε ζητήθηκε η γνώμη. Οι υδροηλεκτρικές εγκαταστάσεις, το φράγμα και η τεράστια τεχνητή λίμνη μήκους 200 km που δημιουργήθηκε πίσω του, – λένε οι αντιτιθέμενοι σҠαυτό – δεν έχει σκοπό τόσο την παραγωγή ενέργειας, όσο το να τονίσει τη δύναμη της Βραζίλίας προς τους γείτονές της (Timberlake & Tinker, 1984).

Eπίσης η αυξανόμενη ρύπανση και αλατότητα των νερών του ποταμού Κολοράντο (που έχει σχέση με τα αρδευτικά συστήματα των ΗΠΑ) απειλεί τις μεξικάνικες καλλιέργειες που αρδεύονται απҠαυτά, αυξάνοντας τις τριβές ανάμεσα στις δύο χώρες.

Οι ειδικοί προειδοποιούν πως σύντομα τα προβλήματα ύδρευσης στη Μέση Ανατολή θα οδηγήσουν σε διαμάχες, αφού καμιά μορφή της τεχνολογίας δε μπορεί να προμηθεύσει αυτές τις χώρες με την απαιτούμενη ποσότητα πόσιμου νερού, εκτός αν σταματήσει αμέσως η αύξηση του πληθυσμού, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συμβεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα υδατικά δικαιώματα πάνω στον Εφράτη, που οι σχετικές διαμάχες ξεκινούν από την Τουρκία και φτάνουν στη Συρία, το Ιράκ και τον Περσικό κόλπο (Karen Arms, 1994).

Το 1977 η Συρία ολοκλήρωνε το φράγμα της Αl-Thawra στον Εφράτη. Το Ιράκ παραπονέθηκε για την μειωμένη ροή και τη ρύπανση του ποταμού, στη συνέχεια απείλησε πως θα ανατινάξει το φράγμα και συγκέντρωσε τα στρατεύματά του στα σύνορα. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών ανησύχησε βλέποντας τις διεθνείς διαμάχες που προκλήθηκαν σχετικά με το νερό στην Μέση Ανατολή και συγκέντρωσε χρήματα για να βοηθήσει την διεκπεραίωση του σχεδίου Αl-Thawra.

Το 1989 η Τουρκία ανακοίνωσε πως θα σταματούσε τη ροή του Εφράτη για ένα μήνα, για να γεμίσει της δεξαμενές της. Η Τουρκία έχει σχέδια για 21 φράγματα στον Τίγρη και στον Εφράτη, αλλά και τα υπάρχοντα φράγματα χρησιμοποιούνται συχνά εκβιαστικά ως πολιτικές πιέσεις. Αν τα νέα σχέδια πραγματοποιηθούν, τα νερά του Εφράτη στη Συρία θα μειωθούν στο μισό. Η Συρία στηρίζεται στον Εφράτη, αφού από αυτόν προέρχεται το νερό που καταναλώνει, και ήδη το νερό δεν επαρκεί για το συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της. Η Συρία θα οδηγηθεί στην καταστροφή αν χάσει τη μισή ποσότητα του νερού της  (Γεωργόπουλος, 1995).

Τι έχει να πει το διεθνές δίκαιο για τη διαχείριση ενός ποταμού που διασχίζει τρεις χώρες; Η απάντηση δεν είναι ικανοποιητική: ισχύει το δίκαιο του ισχυρότερου και του γεωγραφικά ευνοούμενου. Οι διεθνείς διαμάχες γύρω από το νερό είναι ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο και δεν υπάρχουν κάποιοι αναγνωρισμένοι κανόνες γύρω από αυτό το θέμα. Η Τουρκία, το Ιράκ και η Συρία έχουν σχηματίσει μια επιτροπή με σκοπό να ρυθμίσει την χρήση του νερού, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πόλεμοι γύρω από το νερό προβλέπεται να εκραγούν στη Μέση Ανατολή μέσα στις επόμενες δυο δεκαετίες.

Οι ανάγκες της Αιγύπτου και του Σουδάν για νερό αυξάνονται ταυτόχρονα, όπως και οι ομόλογες ανάγκες της Αιθιοπίας, η οποία μάλιστα σχεδιάζει την εκτροπή ενός μεγάλου μέρους των νερών του Γαλάζιου Νείλου (που είναι παραπόταμος του Νείλου) για τα δικά της αρδευτικά έργα. Η αύξηση αυτή των αναγκών νερού θα μπορούσε, λόγω της έλλειψης των κατάλληλων συμφωνιών που να καθορίζουν το καθεστώς συνεκμετάλλευσης, να απειλήσει τη σταθερότητα στην περιοχή (Timberlake & Tinker 1984).

Άλλοι μεγάλοι ποταμοί, γύρω από τους οποίους κατά καιρούς έχουν απειληθεί (ή θα απειληθούν στο μέλλον) συγκρούσεις, είναι ο Μεκόνγκ (50 εκατομμύρια αγρότες του Βιετνάμ, της Καμπότζης, του Λάος και της Ταϊλάνδης εξαρτούν την επιβίωσή τους από αυτόν) και ο Ζαμβέζης (που περνά από οκτώ αφρικανικές χώρες με τεράστιες ανάγκες). Υπερεθνικοί οργανισμοί, αναγνωρισμένοι από όλες τις ενδιαφερόμενες χώρες, που θα αναλάβουν κοντοπρόθεσμα τη διευθέτηση των χρήσεων νερού όλης της ποτάμιας λεκάνης, και μακροπρόθεσμα θα εκπαιδεύσουν τους κατοίκους στην αειφορική χρήση των υδάτινων πόρων, φαίνεται να είναι η μοναδική λύση για την πρόληψη των προαναφερθεισών επαπειλούμενων συγκρούσεων (Clarke, 1991).

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο άνθρωπος, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την όλο και ογκούμενη ποσότητα υδάτων που του χρειάζεται, έχει φτάσει σε σημείο σύγκρουσης με τα φυσικά οικοσυστήματα, με την έννοια πως, ενώ οι φυσικές διαδικασίες χρειάζονται κάποιες κατάλληλες συνθήκες για να συνεχίζουν να λειτουργούν, ο άνθρωπος με τις υπερβολικές απαιτήσεις του, παρεμβαίνοντας ανατρέπει τις συνθήκες αυτές, οδηγώντας τα φυσικά οικοσυστήματα σε υποβάθμιση ή και θάνατο. Να σημειωθεί πως η αλλοίωση των οικοσυστημάτων, σε οποιοδήποτε βαθμό, ακυρώνει (χωρίς εξαίρεση) τις ευεργετικές για τον άνθρωπο επιπτώσεις της εύρυθμης λειτουργίας της Φύσης. Το πιο συνηθισμένο πεδίο τέτοιας σύγκρουσης είναι τα υδάτινα οικοσυστήματα, τα οποία υποβαθμίζονται ταχύτατα, με την ασκούμενη από τον άνθρωπο υπερ-κατανάλωση νερού, με σκοπό την άρδευση ή την παραγωγή ενέργειας, τη βιομηχανική του χρήση και την ύδρευση των μεγάλων αστικών κέντρων (Γεωργόπουλος, 1997).

Back