Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

4. Παραδείγματα επιπτώσεων στα ποτάμια οικοσυστήματα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες

Οι ποταμοί υφίστανται ποικίλες επιδράσεις και απειλές, όπως είναι οι αμμοληψίες, οι απορρίψεις στερεών και υγρών απορριμάτων, οι τροποποιήσεις των οχθών τους, οι ευθυγραμμίσεις, κ.ά.

Αναπόσπαστα τμήματα των ποταμών αποτελούν οι παρόχθιες περιοχές, οι οποίες είναι δυνατό να λειτουργούν ως ζώνες εξυγίανσης και συγκράτησης ρυπογόνων ουσιών, καθώς και τα δέλτα τους. Τα δέλτα των ποταμών είναι συστήματα με πολύπλοκη, αλλά και λεπτή ισορροπία. Σ’ αυτά ευνοούνται πολλά είδη υδρόβιων οργανισμών νεαρής κυρίως ηλικίας, γιατι εδώ βρίσκουν άφθονη τροφή. Οι περιοχές αυτές επίσης συμβάλλουν άμεσα στην αύξηση της παραγωγικότητας και της αλιευτικής παραγωγής. Η λειτουργικότητα των εκβολών και των δέλτα βασίζεται στο ότι τα συστήματα αυτά λειτουργούν ως παγίδες τροφής, δημιουργώντας ένα είδος αυτο-εμπλουτιζόμενου οικολογικού συστήματος ανάμεσα στη θάλασσα και το γλυκό νερό του ποταμού.

Στην Ελλάδα, από τα οκτώ δέλτα μεγάλων ποταμών, που βρίσκονται στον Έβρο, Νέστο, Αξιό, Αλιάκμονα, Πηνειό, Αχελώο, Άραχθο και Στρυμώνα, τα τέσσερα έχουν υποβαθμιστεί από τεχνικά έργα και καλλιέργειες, με αποτέλεσμα ο ζωτικός τους χώρος να έχει συρρικνωθεί.


4.1 Τεχνικές τροποποιήσεις των ποταμών

Η ρύθμιση ενός ποταμού ελεύθερης ροής προκαλεί βασικές αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του. Μη τροποποιημένα οικοσυστήματα σχηματίζουν ένα συνεχόμενο «νήμα» από τις πηγές έως τις εκβολές, και οι διαδικασίες που γίνονται στα ανάντι του ποταμού επηρεάζουν ισχυρά τις δυναμικές των κάτω νερών και το αντίθετο. Ένα σημαντικό μέρος των συνιστωσών της ενεργειακής βάσης των ποταμών είναι αλλόχθονες, και προέρχονται από τις επιφανειακές και υπο-επιφανειακές εισόδους της. Η τριγύρω κοιλάδα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό το τι συμβαίνει μέσα στον ποταμό. Με την συλλογιστική αυτή γίνονται κατανοητότερες οι συνέπειες από τα τεχνικά έργα που διακόπτουν τη φυσική συνέχεια των λειτουργιών στους ποταμούς και στο άμεσο περιβάλλον τους.


4.1.1 Παρακάμψεις

Οι παρακάμψεις συνδέονται με εγκαταστάσεις και φράγματα: είτε φέρνουν νερό στα φράγματα, είτε εφοδιάζουν με νερό τα κανάλια για άρδευση ή άλλες χρήσεις. Όπως αναφέρουν οι Sedell & Troggatt (1984) για τον ποταμό Willanvette στο Όρεγκον, οι απώλειες από τις παρακάμψεις στη δομή του καναλιού ήταν μεγάλες. Η ποικιλία δομών της κοίτης ενός ποταμού και τα μικροεμπόδια παρέχουν σημαντικό περιβάλλον κυρίως για τα ασπόνδυλα, αλλά και για όλους τους άλλους οργανισμούς του ποταμού.

Οι παρακάμψεις διευκολύνουν επίσης την εισβολή των μη τοπικών ειδών και οργανισμών, με κίνδυνο διασταύρωσης με τα τοπικά είδη και ανάμιξης των γενετικών τους υλικών. Η ροή του νερού σε μερικά σημεία μειώνεται και σε κάποια άλλα αυξάνεται, προκαλώντας μια σειρά από φυσικές και χημικές αλλαγές στα οικοσυστήματα του ποταμού.


4.1.2 Εκτροπές

Το πιο μεγάλο και πιο αμφισβητούμενο από τα έργα αυτού του είδους στην Ελλάδα είναι η εκτροπή του άνω ρου του Αχελώου ποταμού για να αρδευτεί ο θεσσαλικός κάμπος, ενώ παράλληλα θα στερηθούν την απαραίτητη παροχή γλυκού νερού σημαντικοί υγρότοποι της Δυτικής Ελλάδας. Η συνέπεια αυτή είχε ήδη επισημανθεί πριν από 25 χρόνια – όπως και ότι η κατασκευή των φραγμάτων στον Αχελώο είχε ήδη σοβαρές οικολογικές επιπτώσεις – αλλά χωρίς αποτέλεσμα (Environmetal Resources Limited, 1974). To επιχείρημα ότι η ροή του νερού θα ρυθμίζεται και ότι θα εξασφαλίζεται η ελάχιστη παροχή αποδείχτηκε οικολογικά ανεπαρκές (καθώς οι ρυθμοί ροής του νερού δεν διατηρούνται) και πολιτικά αφελές (σε περίπτωση ξηρασίας, ποια κυβέρνηση θα αφήσει να κινδυνεύει η αγροτική παραγωγή της Θεσσαλίας, για να διασφαλιστεί η παροχή νερού στους υγροτόπους;).

Μεταφορικά, και με ιατρικούς όρους, το πρόβλημα της εκτροπής του Αχελώου περιγράφτηκε ως εξής: «Η εκτροπή του συνόλου ή μέρους ενός ποταμού συνεπάγεται πάντοτε σοβαρά προβλήματα. Η μεταφορά νερού από μια υδρολογική λεκάνη, για την επίλυση των προβλημάτων μιας άλλης, ισοδυναμεί με την αφαίρεση ενός νεφρού από ένα υγιές άτομο, με σκοπό τη μεταμόσχευσή του σ’ έναν άρρωστο. Ο δότης δε θα αντιμετωπίσει πρόβλημα, εκτός αν κάποιο περιστατικό διαταράξει τη λειτουργία του νεφρού που απομένει (στην περίπτωση του Αχελώου-δότη, αυτό το περιστατικό θα ήταν μια μακρά περίοδος ξηρασίας). Ο αποδέκτης θα ανακτήσει την υγεία του, εκτός αν η αιτία που κατέστρεψε τα δικά του νεφρά εξακολουθεί να υπάρχει, και προσβάλει το μόσχευμα (για τη Θεσσαλία-αποδέκτη το αίτιο αυτό θα ήταν η τάση της να πίνει υπερβολικά όταν αρδεύεται). Όμως, ούτως ή άλλως, η μεταμόσχευση οργάνων αποτελεί έσχατο μέσο, και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον όταν έχουν αποτύχει όλες οι άλλες θεραπείες.». (Γεωργόπουλος 1996 από Heurteaux, 1993).

4.1.3 Εκσαφές – Εκβαθύνσεις

Με τις εκσκαφές και τις εκβαθύνσεις γίνεται μετακίνηση εδαφικού υλικού με σκοπό τη δημιουργία ή διατήρηση τάφρων ή αυλάκων, τη λήψη άμμου, χαλικιού και οστράκων, την κατασκευή μαρινών ή μικρών λιμανιών, τη διευκόλυνση της πλεύσης σκαφών και τη δημιουργία καναλιών ή λιμνοθαλασσών.

Το σοβαρότερο αποτέλεσμα της εκβάθυνσης των τάφρων είναι η καταστροφή της κοινότητας των οργανισμών που ζούν εκεί, χερσαίων ή υδρόβιων (βενθικών).

Πολλές σημαντικές λειτουργίες των ποταμών επηρεάζονται στις εκβαθυσμένες περιοχές, π.χ. τροποποιείται το φυσικό περιβάλλον και ιδίως η σύνθεση της επιφάνειας του βυθού, όπου πολλοί οργανισμοί εγκαθίστανται και αναπτύσσονται ή τρέφονται. Παράλληλα με την καταστροφή του βιοτόπου, η εκβάθυνση δημιουργεί νέα πρότυπα ροής καθώς εισάγεται περισσότερο νερό στις εκβαθυσμένες περιοχές. Συνήθως παραμένουν βαθειές τρύπες μετά την εκβάθυνση, όπου εκεί τείνει να συγκεντρώνεται οργανική ύλη. Επειδή το νερό δεν κυκλοφορεί σ’ αυτές τις βαθειές τρύπες, η αποσύνθεση της ύλης χαρακτηρίζεται από αναερόβιες διεργασίες και γι αυτό αναδίδεται έντονη οσμή από υδρόθειο. Τέτοιες συνθήκες καθιστούν ακατοίκητη μια περιοχή για πολλές μορφές ζωής.

Άλλες ζημίες που προκαλούνται είναι η αυξημένη θολότητα, η καταστροφή του βιοτόπου από αποσύνθεση ιλύος, η αλλοίωση των προτύπων μίξης και κυκλοφορίας των υδάτων και η έντονη ρύπανση.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα προς αποφυγή είναι η πρόταση που έγινε για εκβάθυνση και μετατροπή σε πλωτό για τουριστικά σκάφη του ποταμού Ενιπέα, δίπλα στο Λιτόχωρο, από τη θάλασσα και μέχρι τον αρχαιολογικό χώρο του Δίου, όπου προβλεπόταν και κατασκευή μαρίνας. Στο σημείο εκείνο υπάρχει υγρότοπος, και μέρος των αρχαιοτήτων του Δίου ανευρέθηκε μέσα στα νερά. Η πρόταση έγινε από αρχαιολόγους για την «ανάπτυξη» της περιοχής.


4.1.4 Καναλοποίηση

Καναλοποίηση είναι η πρακτική της ευθυγράμμισης των οχθών ενός ποταμού, κατασκευάζοντας αναχώματα, τοιχώματα, επιχωματώσεις ή ακόμα μεγαλώνοντας το βάθος και το πλάτος του. Έτσι μεγαλώνει η ικανότητα του ποταμού να συγκρατεί το περίσσιο νερό της πλημμύρας. Μια άλλη πρακτική που χρησιμοποιείται είναι η καθοδήγηση των ποταμών σε κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, ώστε, καθώς περνούν μέσα από τις πόλεις, να δίνεται η δυνατότητα κατασκευής δρόμων και πάρκων στις όχθες τους, χωρίς να υπάρχει φόβος καταστροφής τους εξ αιτίας του ποταμού. Τα καναλοποιημένα ποτάμια συνήθως πετυχαίνουν το σκοπό για τον οποίο έχουν κατασκευαστεί, όμως πολλές φορές δημιουργούν νέα προβλήματα. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι ότι μειώνονται τα φυσικά καταφύγια ζωντανών οργανισμών μέσα στο ποτάμι, ή στις όχθες του, μειώνοντας έτσι την ποικιλία των οργανισμών που ζουν σ’ αυτό. Ταυτόχρονα μειώνεται η δυνατότητα αυτοκαθαρισμού του νερού (Karen Arms, 1994).

Η ομοιομορφία που προκύπτει και η τακτική διακοπή του νερού για συντήρηση και καθαρισμό των καναλοποιημένων ποταμών είναι πιθανές αιτίες για την εξαφάνιση των τοπικών ειδών. Υπάρχει πιθανότητα η δομή της καναλοποιημένης κοίτης και το περιβάλλον μέσα στον ποταμό να αλλάξουν και εξ αιτίας των αλλαγών της ροής, όπως συμβαίνει και με τα φράγματα.

Οι Cross & Moss (1987) περιέγραψαν πώς οι υγρότοποι και η συγκέντρωση ψαριών άλλαξαν, εξ αιτίας της ποικιλότροπης ανθρώπινης επέμβασης, συμπεριλαμβάνοντας τις παρακάμψεις, και τις εγκαταστάσεις για καλλιέργεια. Οι παρακάμψεις και οι εγκαταστάσεις, εξολοθρεύοντας την αιχμή των πλημμυρών, έκαναν τα κανάλια πιο ρηχά, πιο ομοιόμορφα σε βάθος, πιο στερεά σε υπόστρωμα. Η απουσία αιχμής πλημμυρών εξολόθρευσε την εξάρτηση των ψαριών από τις πλημμύρες για την έναρξη της αναπαραγωγής τους.

Με τη δημιουργία φραγμάτων, επιχωματώσεων κλπ η πλημμύρα απλά αναβάλλεται ή μετατοπίζεται προς τα κατάντι του ποταμού, με μεγαλύτερη ισχύ αυτή τη φορά, προκαλώντας μεγαλύτερα προβλήματα εκεί όπου δεν έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα. Όταν πλημμυρίζει το ποτάμι, μειώνεται η ορμή του. Όταν όμως το αναγκάζουμε να παραμείνει σε κάποια στενά όρια, τα νερά του επιταχύνονται, μεγαλώνει η ορμή του ποταμού και ξεσπά κάπου αλλού στο κατάντι.

Το 1952 έγιναν αντιπλημμυρικά και εγγειοβελτιωτικά έργα στην κοίτη του πεδινού Νέστου, που είχαν ως αποτέλεσμα τη συντόμευση της διαδρομής του και τις μεγαλύτερες κλίσεις (επιτάχυνση της ροής). Ταυτόχρονα εκχερσώθηκε και το δάσος Κοτζά Ορμάν στο δέλτα.

Πριν τη «διευθέτηση»:

Στην πεδινή περιοχή κατάντι της λεκάνης απορροής, όπου οι κλίσεις του εδάφους είναι μικρές, η κεντρική κοίτη διακλαδιζόταν σε πολλούς βραχίονες, και όταν ο ποταμός πλημμύριζε, τα νερά του απλώνονταν στο δέλτα, τροφοδοτώντας τα υπόγεια νερά και δημιουργώντας έλη. Είχε δημιουργηθεί έτσι ένας εκτεταμένος υγροβιότοπος με ιδιότυπη χλωρίδα και πανίδα. Τα υλικά του ποταμού που έφταναν στο δέλτα, επέκτειναν συμμετρικά και ομοιόμορφα τις ακτές προς το εσωτερικό της θάλασσας. Η έκταση του δέλτα αυξανόταν και υπερυψωνόταν, ενώ οι αποθέσεις υλικών είχαν αρχίσει να εισέρχονται και στην περιοχή της λεκάνης απορροής.

Μετά τη «διευθέτηση» του 1952 οι συνέπειες ήταν:

Τα νερά δεν προλάβαιναν πλέον να διεισδύσουν και να διηθηθούν στο έδαφος, λόγω της μικρότερης εσωτερικής επιφάνειας της κοίτης και της μεγαλύτερης ταχύτητας, με αποτέλεσμα να πέσει η στάθμη του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα σ’ όλη την περιοχή, με επιπτώσεις στη φυσική βλάστησή της.

Πριν τη διευθέτηση, το 70% των φερτών υλικών παρέμεναν στην επιφάνεια του εδάφους του δέλτα, και μόνο το πιό λεπτόκοκκο, που αποτελούσε το 30%, εισερχόταν στη θάλασσα. Αυτή η ποσότητα, λόγω της ύπαρξης πολλών βραχιόνων, διασπειρόταν σε όλο το μήκος της ακτής του δέλτα, με αποτέλεσμα αυτό να εξελίσσεται ομοιόμορφα.

Με την κατασκευή των έργων όμως, πάνω από το 80% των υλικών, χονδρών και λεπτών, εκφορτίζεται ταχύτατα και διασπείρεται στη θάλασσα, ενώ τα υπόλοιπα αποτίθενται στη θέση εκβολής της νέας κοίτης του ποταμού.

Συνέπεια όλων αυτών είναι, στη θέση εκβολής της νέας κοίτης να εξελίσσεται ταχύτατα ένα νέο δέλτα, που προωθείται περίπου 80m/έτος μέσα στη θάλασσα. Τα αιωρούμενα υλικά που εκχύνονται, εξαπλώνονται με τον κυματισμό και τα ρεύματα προς τις γύρω ακτές (φθάνοντας ακόμη και μέχρι την Κεραμωτή του Ν.Καβάλας), τις οποίες και προσχώνουν με ιλύ με ταχύ ρυθμό. Ταυτόχρονα η νέα κοίτη του ποταμού προσχώνεται το ίδιο γρήγορα από αποθέσεις, μειώνεται το βάθος της και η περιοχή κινδυνεύει τώρα από ισχυρότερες πλημμύρες. Γενικά παρατηρείται τάση αναδημιουργίας της παλαιάς κατάστασης και ο επανασχηματισμός πολλών βραχιόνων. (Κωτούλας, 1991).


4.1.5 Διαχειριστικά μέτρα για την αποκατάσταση των ποταμών που έχουν υποστεί τεχνικές επεμβάσεις

Ο Wesche (1985) περιγράφει έναν αριθμό φυσικών δομών σχεδιασμένων να βελτιώσουν τα ενδιαιτήματα των ψαριών και των εντόμων με τα οποία τρέφονται τα ψάρια. Η καθοδηγητική αρχή όλων αυτών των προσπαθειών είναι να μεταβάλουμε τα ποτάμια ενδιαιτήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη ξεφύγουν κατά το δυνατόν από τις λειτουργίες ενός φυσικού ρεύματος, και αυτές οι προσπάθειες συνήθως έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της βιοποικιλότητας.

Μια ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση είναι, παρεμβαίνοντας σε ποταμούς των οποίων οι κοίτες τροποποιήθηκαν στο παρελθόν με αποξήρανση, αφαίρεση εμποδίων και άλλα σχέδια καναλοποίησης, να επιδράσουμε έμμεσα στη μεταβολή της ροής. Για το σκοπό αυτό, χρειαζόμαστε τεχνικές τροποποιήσεις του ποταμού έχοντας ως οδηγό γεωμορφολογικές και οικολογικές αρχές, ώστε το σχέδιο της κοίτης να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο φυσικό και να δημιουργηθεί μια ποικιλία μικρο-βιοτόπων. (Brookes, 1998, 1989).


4.2 Φράγματα

Σήμερα, οι πολυάριθμες αρνητικές επιπτώσεις των ποικίλων τεχνικών παρεμβάσεων στους ποταμούς έχουν πλέον καταγραφεί, όμως απαιτείται μεγαλύτερη κατανόηση όσον αφορά τη σχέση των αιτιών με τα αποτελέσματα, ώστε να καθοριστεί σε κάθε περίπτωση η καλύτερη δυνατή διαχείριση και να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιδράσεις, πάντοτε σε σχέση με το σκοπό που πρόκειται να εξυπηρετήσει το συγκεκριμένο έργο.

  • Τα φράγματα για άρδευση πρέπει να αποθηκεύουν όσο περισσότερο νερό γίνεται κατά τις βροχερές εποχές και να το ελευθερώνουν κατά τις περιόδους ανάπτυξης των φυτών.
  • Οι ταμιευτήρες ελέγχου των πλημμυρών κρατούν μόνο μια μικρή μόνιμη ποσότητα νερού, και μετατρέπονται σε μεγάλες αποθήκες κατά την απότομη αύξηση της ροής του ποταμού. Μετά την υποχώρηση της ροής αποδίδουν σταδιακά το νερό που αποθηκεύτηκε.
  • Τα υδροηλεκτρικά φράγματα αποθηκεύουν νερό για να καλύπτουν ενεργειακές ανάγκες, οι οποίες μπορεί να ποικίλουν εποχιακά ή μέσα στον κύκλο του 24ώρου. Τα φράγματα των υδροηλεκτρικών σταθμών «αιχμής» καλύπτουν τις ημερήσιες διακυμάνσεις των ενεργειακών απαιτήσεων, επιτρέποντας στο νερό να ρέει μέσω των τουρμπινών μόνο σε συγκεκριμένες ώρες, συνήθως από το πρωί έως νωρίς το απόγευμα, και επιδρούν σοβαρά στην υδρόβια ζωή.
  • Παράλληλα, οι περισσότεροι ταμιευτήρες μπορούν να εξυπηρετούν δευτερευόντως και σκοπούς αναψυχής, όπως το ψάρεμα.

Αναμφισβήτητα τα φράγματα προκαλούν θεμελιώδεις αλλαγές στη δομή των κοινωνιών και στη λειτουργία του οικοσυστήματος, από τη στιγμή που η φυσική, ελεύθερη ροή του ποταμού αλλάζει. Τα πλεονεκτήματα όμως για τον άνθρωπο και την οικονομία είναι σημαντικά, και αποτελούν τα επιχειρήματα υπέρ της κατασκευής των φραγμάτων (Allan, 1996).


4.2.1 Φυσικές επιδράσεις των φραγμάτων

Οι επιδράσεις των κατασκευών αυτών συμπεριλαμβάνουν μια σειρά αλλαγών στις φυσικές συνθήκες πέρα από το φράγμα, κυρίως τροποποιήσεις στη ροή, τη θερμοκρασία και συνήθως τη διαύγεια του νερού. Αυτές οι αλλαγές στην ποιότητα του νερού μπορεί να είναι ελάχιστες ή σημαντικές, ανάλογα με τον χρόνο παραμονής του νερού στον ταμιευτήρα και το αν ελευθερώνεται το νερό από την επιφάνεια ή από τον πυθμένα της τεχνητής λίμνης.

Σχεδόν όλα τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια περιλαμβάνουν ταμιευτήρες που ρυθμίζουν τη ροή του νερού. Το νερό παραμένει στους ταμιευτήρες όσο η ζήτηση για ενέργεια είναι χαμηλή και απελευθερώνεται όταν η ζήτηση αυξάνει, σε ημερήσια, εποχιακή ή ετήσια βάση. Είναι αποδεδειγμένο πως εξ αιτίας του ταμιευτήρα τα στοιχεία του υδρολογικού κύκλου του ποταμού θα αλλάξουν, προκαλώντας αξιοσημείωτες περιβαλλοντικές επιδράσεις. Η φυσική ποικιλία της ροής αλλάζει. Οι μεγάλοι ταμιευτήρες προκαλούν αυξημένη εξάτμιση και πιθανή αύξηση του πλαγκτού. Επηρεάζονται οι φυσικές δεξαμενές του εδάφους. Οι συνθήκες για διάβρωση και ιζηματογένεση αλλάζουν. Η ποιότητα του νερού αλλάζει. Οι περιβαλλοντικές αλλαγές εμφανίζονται ακόμη και στις εκβολές του ποταμού, μέσα στις θάλασσες.

Σε μερικά υδροηλεκτρικά έργα, κάποια μέρη ενός ποταμού μπορεί να χάσουν εντελώς το νερό τους. Μερικοί υποστηρίζουν πως η ξήρανση των οχθών ενός ποταμού είναι μία από τις πιο άσκημες αισθητικά επιδράσεις των τεχνικών αυτών έργων. Πιο σημαντικές είναι οι πιθανές διαμάχες με τους χρήστες νερού του ποταμού, που βρίσκονται στα κατάντι των φραγμάτων. Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις μπορούν σε πολλές περιπτώσεις να μετριασθούν με ρυθμιζόμενη υπερχείλιση του φράγματος, η οποία θα ποικίλει ανάλογα με τις εποχιακές απαιτήσεις.

Οι τροποποιημένες φυσικoχημικές συνθήκες συμβάλλουν στις αλλαγές της ζωής των φυτικών και ζωϊκών οργανισμών του ποταμού. Επιπρόσθετα, οι ταμιευτήρες εμποδίζουν τη διάβαση των μικρών ψαριών, καθώς τα φράγματα είναι «κλειστά σύνορα» για τα αποδημητικά ψάρια. Τα φράγματα σπάζουν τη συνοχή του άνω και κάτω μέρος του ποταμού, η οποία είναι ένα φυσικό φαινόμενο άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ίδιο τον ποταμό. Ποιά από αυτές τις επιδράσεις είναι η πιο επιζήμια, εξαρτάται από την τοποθεσία, τον τύπο και τη διαδικασία λειτουργίας του συγκεκριμένου φράγματος.

Η μεταφορά αιωρούμενων σωματιδίων και το ποσοστό ιζημάτων στην κοίτη επηρεάζεται από την τροποποιημένη ροή του ποταμού. Ιζήματα που παύουν να αιωρούνται και εγκαθίστανται μέσα στον ταμιευτήρα, μερικές φορές οδηγούν σε δραματική μείωση της ικανότητας αποθήκευσης νερού.

Μια σειρά από φράγματα μπορούν να αλλάξουν ολοκληρωτικά τη φυσική περιοδικότητα της ροής του ποταμού. Οι ταμιευτήρες που βρίσκονται πίσω από τα φράγματα έχουν μεγάλη επιφάνεια από την οποία εξατμίζονται σημαντικές ποσότητες νερού. Επιπλέον η μετρίαση της έντασης και της ποικιλίας της ροής, και οι παρακάμψεις σε συνδυασμό με τις απώλειες εξ αιτίας της εξάτμισης, μπορεί να οδηγήσουν σε μια συνολική μείωση στις εκβολές.

Για παράδειγμα η λίμνη Νάσερ, στην Αίγυπτο, χάνει το 10% του νερού της από εξάτμιση, και για το λόγο αυτό έχει λιγότερο νερό απ’ αυτό που είχαν υπολογίσει οι κατασκευαστές της. Μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ο μεγάλος κίνδυνος ρήξης του φράγματος αυτού, εξ αιτίας της λάσπης που συγκεντρώνεται πίσω του, πολύ ταχύτερα απ’ ό,τι ανέμεναν οι κατασκευαστές του. Χιλιάδες άνθρωποι στην Ινδία και στο Πακιστάν και εκατοντάδες στη Νότια Αμερική σκοτώθηκαν από φράγματα που έσπασαν. Ένα φράγμα στην Κολομβία έχει χάσει το 80% του ενεργού όγκου αποθήκευσης μέσα σε 12 χρόνια, παρά τις ακριβές επιχειρήσεις βυθοκορισμού.

Εξ αιτίας των μεγάλων κινδύνων, η εποχή κατασκευής μεγάλων φραγμάτων έχει ήδη τερματιστεί στη Βόρεια Αμερική. Μικρά όμως φράγματα, για την παροχή πόσιμου νερού ή για κάλυψη ενεργειακών αναγκών κατασκευάζονται ακόμη σε πολλές περιοχές. (Γεωργόπουλος, 1996).

Επειδή η μορφή και οι διαστάσεις της κοίτης τείνουν να προσαρμοστούν στο καθεστός της τροποποιημένης ροής, η διάβρωση της κοίτης και των οχθών είναι πια πιθανό αποτέλεσμα μόνο της υπερβολικά υψηλής ροής, ενώ αντίθετα, όταν η ροή του νερού μετριάζεται, αποτίθενται ιζήματα.

Το θερμοκρασιακό καθεστός ενός ποταμού τροποποιείται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από τις διάφορες εγκαταστάσεις. Επειδή ένα μεγάλο μέγεθος ταμιευτήρα έχει σημαντική θερμική αδράνεια, η διακύμανση της θερμοκρασίας του νερού στα κατάντι μειώνεται ή εξουδετερώνεται. Ως αποτέλεσμα, το εποχιακό πρότυπο για το νερό του ποταμού προς τα κατάντι είναι θερμότερο από το κανονικό κατά τη διάρκεια του χειμώνα και ψυχρότερο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και με μειωμένο εποχιακό εύρος διακύμανσης.

Οι αλλαγές στην ποιότητα του νερού προς τα κατάντι του ποταμού εξαρτώνται από τις λιμνολογικές διαδικασίες μέσα στον ταμιευτήρα και από το βάθος της διεξόδου απελευθέρωσης του νερού. Φράγματα βαθειάς διεξόδου γενικά προκαλούν τις πιο αρνητικές επιδράσεις: η πιο σοβαρή αλλοίωση στην ποιότητα του νερού οφείλεται στην απελευθέρωση νερού με μειωμένα ποσοστά οξυγόνου από τον πυθμένα μιας βαθειάς δεξαμενής. Παρόλα αυτά, ο στροβιλισμός συνήθως επαναοξυγονώνει το νερό μέσα σε μικρή απόσταση, αλλά και ο τεχνητός αερισμός είναι μια σχετικά απλή λύση. (Allan, 1995).


4.2.2 Βιολογικές επιδράσεις των φραγμάτων

Σε μερικές περιπτώσεις, τα φράγματα προκαλούν μόνιμες βιολογικές αλλαγές όπως π.χ. την εξαφάνιση κάποιου είδους αποδημητικού ψαριού.

Εξ’ αιτίας της μειωμένης και τροποποιημένης ροής που προκαλούν τα φράγματα, συντελούν στο διαχωρισμό της ιστορικής σύνδεσης των ποταμών από τις πλημμυρο-πεδιάδες τους, πράγμα που οδηγεί στη μειωμένη παραγωγικότητα και στα δύο περιβάλλοντα: και στον ποταμό και στις πλημμυρο-πεδιάδες.

Σύμφωνα με το επιχείρημα πως υψηλού βαθμού πλημμύρα, μεγάλης διάρκειας, έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη παραγωγή ψαριών, ο Bayley προτείνει την αποκατάσταση της φυσικής περιοδικότητας των πλημμυρών στα εύκρατα ποτάμια, ένας στόχος που ίσως χρειαστεί έναν αιώνα, ή και περισσότερο, για να πραγματοποιηθεί.

Όταν τα φράγματα προκαλούν αυξημένη διαύγεια του νερού και μείωση της ροής, υπάρχει συνήθως μεγαλύτερη αφθονία από Periphyton ή ανώτερα υδρόβια μακρόφυτα φυτά, από αυτά που βρίσκονται οπουδήποτε αλλού στα ποτάμια. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του φαίνεται ως υπεύθυνο για τις σταδιακές αλλαγές στη βενθική πανίδα. Αντίθετα, τα φράγματα που προκαλούν αύξηση της ροής σκάβουν την κοίτη του ποταμού, και επομένως έχουν μεγάλη πιθανότητα να εξολοθρεύσουν τα φυτά και μέρος της πανίδας. Σε μεγάλους ποταμούς με πολλά φράγματα, συχνά προκαλείται μεγάλη παραγωγή φυτοπλαγκτού, ως αποτέλεσμα της αργής ροής του νερού.

Στον ποταμό Γκάνισον, στο Κολοράντο των ΗΠΑ, ο μεγαλύτερος αριθμός ειδών, τριχοπτέρων και πλεκοπτέρων βρέθηκε σε μη ρυθμιζόμενα σημεία. Η χαμηλότερη αφθονία ειδών βρέθηκε κάτω από φράγματα βαθειάς διεξόδου.

Αυτές οι αλλαγές στην κοινότητα των ασπονδύλων οφείλονται στο τροποποιημένο φυσικό και χημικό περιβάλλον κάτω από τις εγκαταστάσεις. Μια συνολική μείωση στην ετερογένεια του περιβάλλοντος πιθανώς προμηνύει μείωση των ειδών σε ποικιλία και αύξηση πληθυσμού στα είδη που ευνοούνται από τις τροποποιημένες συνθήκες.

Οι αλλαγές στη θερμοκρασία των νερών κατάντι των φραγμάτων βαθειάς διεξόδου έχουν σημαντικές επιδράσεις στη βενθική πανίδα. Μια μείωση στην αφθονία των ειδών είναι πιθανή για πολλούς λόγους. Θερμότεροι από το συνηθισμένο χειμώνες καταστρέφουν τις θερμικές συνθήκες που απαιτούνται από πολλά είδη για τα αυγά τους. Τα ψυχρά καλοκαίρια έχουν επίσης αρνητικά αποτελέσματα για κάποια άλλα είδη, επειδή ο κύκλος ζωής, εξαρτώμενος από τις εποχιακές θερμοκρασιακές αλλαγές, χάνει το συγχρονισμό του. Οι μηχανισμοί αυτοί, με τους οποίους η τροποποιημένη θερμοκρασία επηρεάζει τα ασπόνδυλα, απαιτούν περισσότερη μελέτη, όμως οι συνολικές επιδράσεις μπορεί να είναι έντονες, αν και ίσως όχι άμεσα αντιληπτές.

Μόνο μία οικογένεια εντόμων, τα Chironomidae, απέμεινε σε έναν τομέα του ποταμού Saskatchewan, στον Καναδά, στον οποίο επιδρά ένα φράγμα βαθειάς διεξόδου, συγκρινόμενη με 30 οικογένειες εντόμων ενός μη τροποποιημένου ποταμού.

Τα φράγματα κλείνουν τις διόδους προς τα πάνω στα ανάδρομα ψάρια όπως ο σολωμός, ο γουλιανός, η πέστροφα και τα χέλια. Οι νεαροί σολωμοί που μεταναστεύουν προς τα κάτω, προς τη θάλασσα, ζημιώνονται από τις πιέσεις που αντιμετωπίζουν. Επιπρόσθετα, τα ρεύματα, που επιτάχυναν το ταξίδι τους προς τη θάλασσα, μειώνονται με τις εγκατάστασεις αυτές, κουράζοντας τα νεαρά ψάρια που τώρα είναι αναγκασμένα να ξοδεύουν πολλή ενέργεια κολυμπώντας. (Allan, 1995).

Υπάρχουν πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι στην Ελλάδα, τουλάχιστον στις κρατικές αρχές, δεν έχει γίνει ακόμη συνείδηση το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής από τα φράγματα. Ο Αμβρακικός υποφέρει από τη μείωση του γλυκού νερού, και κυρίως από τη μείωση των υδάτων του Άραχθου (Τζιαβός, 1989) και παρόλα αυτά, μέσω των ΜΟΠ («Τα ΜΟΠ της Δυτικής Ελλάδος – Πελοποννήσου») ένας νέος ταμιευτήρας θα δημιουργηθεί στην κοίτη του ποταμού για παραπέρα άρδευση της πεδιάδας της Άρτας. Στην περιοχή του Εθνικού Δρυμού της Πρέσπας η ΔΕΗ προτείνει (και η Ευρωπαϊκή Ένωση το εξετάζει), την κατασκευή ενός μικρού υδροηλεκτρικού έργου 3,2 MW, που θα έχει τοπικά καταστρεπτικές επιπτώσεις, και ίσως μάλιστα αλλάξει το χαρακτήρα της περιοχής, ενώ οι παροχές του αντίστοιχου χειμάρρου είναι ανεπαρκείς.


4.3 Επιδράσεις στην υλοτομία

Η ξύλευση πραγματικά αλλοιώνει το φυσικό περιβάλλον των ποταμών, εκτός αν γίνεται προσεκτική διαχείριση. Η αποψίλωση των οχθών εκθέτει την ποτάμια κοίτη σε αυξημένη ηλιακή ακτινοβολία, με αποτέλεσμα υψηλότερες θερμοκρασίες και μεγαλύτερη αυτοτροφική παραγωγή. Οι βιολογικές συνέπειες της εξάλειψης της σκίασης μπορεί να είναι σχετικά μικρής διάρκειας, χάρη στην αναβλάστηση φυτών. Με λιγότερη υψηλή βλάστηση, η σπουδαιότητα της πρόσληψης νερού και της εξατμισοδιαπνοής μειώνεται, με αποτέλεσμα υψηλότερα επίπεδα υγρασίας εδάφους σε σχέση με τις μη-αποψιλωμένες περιοχές, και υψηλότερες ποτάμιες ροές σε μερικές περιόδους του έτους. Επί πλέον οι χωματόδρομοι, οι αποβάθρες, το σύρσιμο των κορμών, προκαλούν θρυμματισμό του εδάφους και αυξάνουν έτσι την επιφανειακή διάβρωση. Η κατασκευή δρόμων επίσης μπορεί να δημιουργήσει κατάρρευση στις πλευρικές πλαγιές, αυξάνοντας την ποσότητα τριμμάτων που κατρακυλούν από διάβρωση. Οι μεγάλες πηγές ιζημάτων περιλαμβάνουν τις κατολισθήσεις σε αποψιλωμένες πλαγιές, τον επιφανειακό θρυμματισμό των δασικών δρόμων και τη διάβρωση ιζημάτων που έχουν αποτεθεί στις ποτάμιες όχθες ή στην ίδια την ποτάμια κοίτη, διάβρωση που οφείλεται σε υψηλότερη ροή (Scrivener & Brownlee, 1989).

Επιδράσεις στη βιοτική

Είναι προφανές ότι οι άσκημα οργανωμένες ξυλεύσεις έχουν προκαλέσει σταδιακή υποβάθμιση στους οικοτόπους και στους πληθυσμούς ψαριών (Bisson et al., 1992). Η απλούστευση της δομής της κοίτης και η μείωση της πολυπλοκότητας του οικοτόπου είναι κοινά χαρακτηριστικά στα δάση ξυλευτικής διαχείρισης. Καθώς όλο και περισσότερο μέρος της λεκάνης αποψιλώνεται:

  • το μέγεθος των ποτάμιων δεξαμενών ελαττώνεται με την παράχωση των δεξαμενών με ιζήματα και την απώλεια των μεγάλων θραυσμάτων που σχηματίζουν λιμνάζοντα νερά
  • τα σύνθετα άκρα της κοίτης, που παρέχουν σημαντικούς πλευρικούς οικοτόπους, επίσης απλουστεύονται με την απουσία μεγάλων εμποδίων ροής, όπως τα κούτσουρα και οι μεγάλες πέτρες
  • καταστροφικά γεγονότα, όπως πλημμύρες και κατολισθήσεις είναι πιθανότερα, ειδικά εκεί όπου οι πλαγιές είναι απότομες και ασταθείς.

Οι μετατοπίσεις μαζών εδάφους είναι πολύ πιο συχνές στις περιοχές με δρόμους, σε σύγκριση με εκείνες χωρίς δρόμους (Swanson et al., 1987), και επίσης σε περιοχές με πρόσφατες αποψιλώσεις, γιατί το ριζικό σύστημα του κομμένου δάσους αποσυντίθεται πριν να αντικατασταθεί πλήρως από το αναγεννώμενο δάσος (Franklin, 1992). Αυτές οι αλλαγές στον ποτάμιο οικότοπο προκαλούν πολλές και συχνά πολύπλοκες αλλαγές στην υδρόβια βιωτική. Γενικά παρατηρείται μια μείωση της ποικιλότητας των ειδών, που αποδίδεται στην απλούστευση του οικοτόπου, και μια αύξηση στη βιομάζα των καλαμιών, που αποδίδεται στη μεγαλύτερη διείσδυση φωτός και την αυτοτροφική παραγωγή.

Έρευνες σε ποταμούς με αποψιλωμένες και μη-αποψιλωμένες υδατο-λεκάνες αποκαλύπτουν ότι η ποικιλότητα στα σολομοειδή είναι χαμηλότερη στις αποψιλωμένες περιοχές, ανέξαρτητα από τα γεωλογικά υποκείμενα στρώματα. Τα υδρόβια ασπόνδυλα επηρεάζονται επίσης αρνητικά από την ξυλευτική αποψίλωση. Σε ποταμούς της βόρειας Καλιφόρνιας (ΗΠΑ), η ποικιλότητα των βενθικών μακρο-ασπονδύλων ήταν χαμηλότερη, αν και η πυκνότητα ήταν μεγαλύτερη στους αποψιλωμένους, σε σύγκριση με τους μη-αποψιλωμένους ποταμούς.

Η παρόχθια βλάστηση επηρεάζει άμεσα την ενδοποτάμια ποιότητα νερού, προκαλώντας το μετριασμό της μεταβολής θερμοκρασίας.

Είδη πέστροφας προσαρμοσμένα σε κρύα νερά είναι πιθανό να εξολοθρεύονται με την αύξηση της θερμοκρασίας, που προκαλείται από την καταστροφή της βλάστησης και την έλλειψη σκίασης, όπως έδειξε η μελέτη καταλληλότητας 38 ποταμών του νότιου Oντάριο (Καναδάς) για την συντήρηση του πληθυσμού πέστροφας (Barton, Taylor & Biette, 1985).

Μια αυξημένη ποσότητα λεπτών ιζημάτων μέσα στην ποτάμια κοίτη, μειώνει την κινητικότητα του νερού, επηρεάζοντας την πρόσληψη και αποβολή αερίων, θρεπτικών και μεταβολιτών και περιορίζοντας τη δυνατότητα κίνησης των υδρόβιων ζωικών οργανισμών. Αυτές οι μεταβολές έχουν ιδιαίτερα σοβαρές συνέπειες στην επιτυχή απόθεση των αυγών των σολομοειδών ψαριών και χωρίς αμφιβολία επηρεάζουν επίσης και άλλα ζώα. (Beschta, 1978 – Cederholm, Reid & Salo, 1981 – Everest et al., 1987).

Όταν τα ιζήματα αυξήθηκαν περίπου 5% μετά από αποψίλωση, η θνησιμότητα του γόνου των σολωμών έφθασε περίπου στο 50 % (Scrivener & Brownlee, 1989).

H αφαίρεση πάντως της επικρεμάμενης σκιάζουσας βλάστησης από μια άποψη φαίνεται επιθυμητή, τουλάχιστον σε κάποιο μέτρο: Αμέσως μετά την αποψίλωση, η αυξανόμενη ηλιακή έκθεση και οι ψηλότερες θερμοκρασίες των υδάτων συχνά έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένη βιομάζα σε όλα τα τροφικά επίπεδα.


4.4 Επιδράσεις από την Γεωργία

Οι επιδράσεις της αντικατάστασης της αυτοφυούς βλάστησης από καλλιέργειες είναι παρόμοιες με τις επιδράσεις από την υλοτομία. Μια επίδραση που μπορούμε να προβλέψουμε είναι μιά συνολική μετατόπιση από την ετεροτροφία στην αυτοτροφία. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να είναι λιγότερο δραματικές όταν οι όχθες μένουν αναλλοίωτες (Gregory et al., 1991) ή όταν οι καλλιέργειες αντικαθιστούν μάλλον λιβάδια παρά δάση. Οι ποταμοί στις αγροτικές και στις αστικές περιοχές υποφέρουν βέβαια από πρόσθετα προβλήματα. Η αγροτική δραστηριότητα αλλάζει την υδρολογία των τρεχούμενων υδάτων μέσα από ένα συνδυασμό από ταμιευτήρες άρδευσης και καναλιζαρίσματα. Τα νερά των πλημμυρών, που φυσιολογικά επαναφορτίζουν τα εδάφη και τους υδροφόρους ορίζοντες, εκδιώκονται γρήγορα ή αποθηκεύονται πίσω από φράγματα για μελλοντική χρήση. Σαν συνέπεια, οι υδροφόροι ορίζοντες χαμηλώνουν και η θερινή βασική απορροή μειώνεται. Έτσι οι μόνιμοι ποταμοί μπορεί να γίνουν διακοπτόμενοι (Trautman, 1981). H διακοπτόμενη υδατική φόρτιση εξασθενίζει την παρόχθια βλάστηση που απαιτεί πρόσβαση σε μόνιμη παροχή νερού, ειδικά κάτω από την υψηλή εξάτμιση των θερμών καλοκαιρινών ημερών. Η συρρίκνωση της παρόχθιας λωρίδας και οι αλλαγές σύνθεσης της παρόχθιας βλάστησης είναι πιθανές συνέπειες (Smith et al., 1991).

Oι πλημμυρο-πεδιάδες είναι φυσικό χαρακτηριστικό των μεγάλων πεδινών ποταμών, ένα γεγονός ήδη ξεχασμένο στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, όπου κατασκευάζονται φράγματα, αναχώματα και τεχνητές όχθες για να ελέγχουν τις πλημμύρες και να επιτρέπουν την αγροτική χρήση και την ανθρώπινη εγκατάσταση (οικισμούς).

Η βιολογική παραγωγικότητα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις πλευρικές ανταλλαγές μεταξύ ποταμού και πλημμυρο-πεδιάδας. Καθώς ο αριθμός των ειδών στα ποτάμια συστήματα αυξάνεται προς την κατεύθυνση της ροής, είναι προφανές πως οι άθικτες πλημμυρο-πεδιάδες είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας (Welcomme, 1979 – Lowe & McConnell, 1987).

Ένα αυξανόμενο φορτίο λάσπης και ιζημάτων είναι τυπικό γεγονός για ποταμούς που αποστραγγίζουν αγροτικές και αστικές περιοχές. Τα ιζήματα επηρεάζουν την κατανομή ειδών των ψαριών, τα οποία διαφέρουν πολύ ως προς την ανοχή τους σε συνθήκες λάσπης. Η ποικιλότητα και η αφθονία των ειδών που σχετίζεται με τους κυματισμούς, το λίμνασμα και τις ροές αλλάζει σημαντικά, καθώς οι αποθέσεις λεπτών ιζημάτων περιορίζουν τη διάκριση ανάμεσα στους τύπους αυτούς των οικοτόπων (Berkman & Rabeni, 1987). Τα λιγότερο ανθεκτικά είδη εξαφανίζονται, καθώς η εντατική χρήση γης φέρνει μαζί της την υποβάθμιση των οικοτόπων.

Οι αυξανόμενες συγκεντρώσεις θρεπτικών είναι μία σοβαρή και πολύ γνωστή συνέπεια μιάς έντονης ανθρώπινης παρουσίας μέσα σε μία υδατο-λεκάνη. Η γεωργία αυξάνει τα επίπεδα θρεπτικών που οφείλονται στα λιπάσματα και στα ζωϊκά απόβλητα, αυξάνοντας επίσης τη διάβρωση, που επηρεάζει ιδιαίτερα τη μεταφορά του φωσφόρου. Τα αστικά απόβλητα και τα λιπάσματα είναι σημαντικές πηγές θρεπτικών από τις αστικές περιοχές. Μελέτες των θρεπτικών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, έδειξαν ότι η αστικοποίηση ήταν τουλάχιστον τόσο υπεύθυνη, όσο και η γεωργία, στον καθορισμό των ενδοποτάμιων συγκεντρώσεων (Osborne & Wiley, 1988). Oι μετρήσεις της ποσότητας οργανικής ύλης που εμφανίζεται επάνω και μέσα στην ποτάμια κοίτη στοιχειοθετούν μια μείωση στις αλλόχθονες εισόδους ενέργειας στους ποταμούς που περιβάλλονται από καλλιέργειες.

Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο εμφανές το πρόβλημα των συνδυασμένων δυσμενών επιδράσεων, όσο στους υγροτόπους του βόρειου Αμβρακικού κόλπου. Ένα δυναμικό σύστημα, που δημιουργήθηκε περίπου πριν από 2.500 χρόνια με τη ροή των ποταμών Άραχθου (κυρίως) και Λούρου, και τη δράση των κυμάτων του κόλπου (Τζιάβος, 1989), ανέπτυξε μοναδικά οικολογικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της διαμόρφωσης τριών αβαθών λιμνοθαλασσών (Τσουκαλιό, Ροδιά, Λογαρού), αμμωδών προσχώσεων από σπασμένα κοχύλια, και μιας πολύ πλούσιας ορνιθοπανίδας, που περιλαμβάνει μία από τις δυο αναπαραγωγικές αποικίες του Pelecanus crispus στην Ελλάδα. Το σύστημα ανανεώνεται περιοδικά από τη μια πλευρά από τη δράση των χειμάρρων και των πλημμυρών και από την άλλη από τις καταιγίδες.

Η κατασκευή των υδροηλεκτρικών έργων στο Λούρο και τον Άραχθο, οι αλλαγές και ο σχηματισμός αναχωμάτων στις όχθες των ποταμών, η άρδευση της πεδιάδας της Άρτας, μείωσαν τη ροή του γλυκού νερού στις λιμνοθάλασσες, ενώ τις επιβάρυναν με περισσότερες θρεπτικές ουσίες, λόγω των λιπασμάτων. Αποτελέσματα ήταν η απαρχή ευτροφισμού, η έντονη μείωση της ιχθυοπαραγωγής των ψαριών και η σταδιακή καταστροφή στοιχείων της διαμόρφωσης των υγροτόπων, λόγω της εξαφάνισης της ιλύος, που τώρα κατακρατείται στα φράγματα. Σήμερα οι υγρότοποι του βόρειου Αμβρακικού, που προστατεύονται θεωρητικά με τη Σύμβαση Ραμσάρ και την Κοινοτική Οδηγία 79/409/EC, απειλούνται σοβαρά, καθώς τα προβλήματα που υπάρχουν είναι σύνθετα και περιλαμβάνουν: βαριά ρύπανση, υπέρμετρη επέκταση των εγκαταστάσεων υδατοκαλλιεργειών (ακόμη και σε περιοχές μέσα στον πυρήνα του υγροτόπου), εξάντληση και αλάτωση των υδροφόρων στρωμάτων, λόγω της υπεράντλησης γαι αρδεύσεις και υδατοκαλλιέργειες. Σ’ αυτά προστίθεται και την πίεση από τον τριγύρω πληθυσμό περίπου 100.000 κατοίκων.

Το πρόβλημα της επαρκούς φυσικής υδροδότησης των υγροτόπων θα μπορούσε να λυθεί με τη σωστή διαχείριση των υδάτων, μια πρακτική που δυστυχώς δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα.

ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:

  • Υποθέστε ότι σας ανέθεσαν να ερευνήσετε τα αίτια των πλημμυρών που παρουσιάζονται στην περιοχή σας. Απαριθμήστε μερικούς λόγους για τους οποίους νομίζετε ότι συμβαίνουν. Μήπως μπορείτε να βρείτε τρόπους που πιθανόν θα βοηθούσαν στο να τις αποτρέψουμε;
Back