Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

4. ΤΡΟΦΙΚΕΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ – ΠΛΕΓΜΑΤΑ

Τροφική αλυσίδα ονομάζουμε μια σειρά από καταναλωτές που εξαρτώνται και τρέφονται ο ένας από τον άλλο, όπως τα σαρκοφάγα ζώα (καταναλωτές β’ τάξης), που τρέφονται με φυτοφάγα ζώα (καταναλωτές α’ τάξης), και που με τη σειρά τους καταναλώνουν φυτικούς οργανισμούς (παραγωγούς ή αυτότροφους). Ο κάθε καταναλωτής αυτής της αλυσίδας ονομάζεται κρίκος. Oι περισσότεροι όμως καταναλωτές είναι παμφάγοι, και πολύ λίγοι είναι αυτοί που καλύπτουν τις διαιτητικές τους ανάγκες από μια μόνο τροφική πηγή. Έτσι οι κρίκοι της τροφικής αλυσίδας μπλέκονται μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένα τροφικό πλέγμα. Σε κάθε τροφική αλυσίδα, ένα φυτό θα γίνει τροφή για ένα φυτοφάγο οργανισμό που με τη σειρά του θα φαγωθεί από ένα σαρκοφάγο (θηρευτή).

4.1.1 Τροφικά επίπεδα

 Σ’ ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα, η βιομάζα των αυτοτρόφων οργανισμών, που προσφέρεται ως τροφή στους φυτοφάγους καταναλωτές, αποτελεί το πρώτο τροφικό επίπεδο. Ομοίως η βιομάζα των φυτοφάγων, που προσφέρεται ως τροφή κάποιων σαρκοφάγων, αποτελεί το επόμενο τροφικό επίπεδο, και συνεχίζοντας κατά τον ίδιο τρόπο, φτάνουμε στο τελευταίο τροφικό επίπεδο των σαρκοφάγων, που δεν αποτελούν τροφή κάποιων άλλων (π.χ. βίδρα, άνθρωπος). Αυτοί είναι οι κορυφαίοι θηρευτές, που μοιάζουν να είναι παντοδύναμοι, στην πραγματικότητα όμως βρίσκονται στο έλεος των θηραμάτων τους.

Η ενέργεια που μεταφέρεται από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο, μέσω της βιομάζας των οργανισμών, προέρχεται από τον ήλιο. Η ηλιακή ενέργεια δεσμεύεται από τους αυτότροφους οργανισμούς και μετατρέπεται σε χημική, με τη σύνθεση οργανικών μορίων. Κατόπιν η παραγόμενη ενέργεια μεταφέρεται από το ένα τροφικό επίπεδο στο επόμενο. Ένα μέρος της όμως διασκορπίζεται με τη μορφή θερμότητας και οι απώλειες είναι τόσο μεγάλες, ώστε μόνο 10% περίπου περνά από το ένα επίπεδο στο άλλο. Αυτό σημαίνει πως αν κάποια «δύσκολη» χρονιά η βιομάζα των αυτοτρόφων οργανισμών του πρώτου επιπέδου μειωθεί σημαντικά, οι πρώτοι οργανισμοί που θα κινδυνέψουν σοβαρά με εξαφάνιση είναι οι κορυφαίοι θηρευτές του τελευταίου τροφικού επιπέδου. Πολλές βλαβερές χημικές ενώσεις (λιπάσματα – φυτοφάρμακα), τα βαρέα μέταλλα, πολλά οξέα κλπ, που από το έδαφος και τον αέρα καταλήγουν στο νερό του ποταμού, μεταφέρονται (τα ίδια ή παράγωγά τους) και συσσωρεύονται μέσω του τροφικού πλέγματος στους κορυφαίους καταναλωτές του τελευταίου τροφικού επιπέδου. Το φαινόμενο της συσσώρευσης χημικών ή τοξικών ουσιών στα διάφορα μέλη του τροφικού πλέγματος, σε συνεχώς αυξανόμενες συγκεντρώσεις, ονομάζεται βιοσυσσώρευση. Αυτή μπορεί να προκαλέσει σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη και τον θάνατο κάποιων οργανισμών. Επομένως είναι σαφές ότι μια βλάβη ενός οργανισμού, συνδετικού κρίκου της τροφικής αλυσίδας, μπορεί να διαταράξει την ισορροπία όλου του οικοσυστήματος.

Μετά το θάνατο των οργανισμών, αυτοί αποσυντίθενται και οι οργανικές ουσίες τους ανοργανοποιούνται, διασπώμενες από βακτήρια, μύκητες και μερικά έντομα που αποτελούν τους αποικοδομητές. Έτσι, ως απλές χημικές ενώσεις και στοιχεία, επιστρέφουν πάλι στο νερό ή στο έδαφος και ξαναπροσλαμβάνονται από τους αυτότροφους οργανισμούς, ώστε συνεχώς να ανακυκλώνονται, ανατροφοδοτώντας τη βάση της τροφικής αλυσίδας.

4.1.2 Διαταραχή και κατάρρευση του οικοσυστήματος

Tα πρέπει να τονίσουμε ότι οι διαταραχές που γίνονται σ’ ένα ποτάμιο οικοσύστημα δε σημαίνουν απαραίτητα και την ολική του κατάρρευση. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη του τροφικού πλέγματος και όχι της τροφικής αλυσίδας, ώστε το οικοσύστημα να μπορεί να αναζητήσει μια νέα ισορροπία. Για παράδειγμα, όταν μειωθεί ο αριθμός ενός είδους, οι καταναλωτές του θα στραφούν σε άλλες πηγές τροφής. Αυτό δε σημαίνει ότι η διαταραχή αυτή δεν θα επιφέρει αλλαγές και πιέσεις μέσα στο οικοσύστημα (όπως για παράδειγμα μείωση ή μετακίνηση του πληθυσμού κάποιων ειδών που συνδέονται με αυτό, διαταράσσοντας στη συνέχεια περισσότερο την αλυσίδα. Πόσο έντονη πρέπει να είναι η διαταραχή για την κατάρρευση του οικοσυστήματος; Είναι δύσκολο να το ορίσουμε, αλλά μπορούμε να πούμε ότι, όσο πιο χαμηλά στη βάση της πυραμίδας είναι οι διαταραχές, τόσο πιο κοντά είναι το σύστημα στην κατάρρευσή του.

Συνέπειες για τον άνθρωπο από την διαταραχή των τροφικών αλυσίδων.

Ο άνθρωπος βρίσκεται στην κορυφή της οικολογικής πυραμίδας (ανήκει στους κορυφαίους θηρευτές). Αυτό σημαίνει ότι οι διαταραχές στα κατώτερα επίπεδα μπορούν να επηρεάσουν και αυτόν.

Ας εξηγήσουμε λίγο απλουστευμένα το μηχανισμό μεταφοράς μιας διαταραχής. Ας φανταστούμε μια «πυραμίδα», που για ευκολία τη σχεδιάζουμε σε ένα επίπεδο ως τρίγωνο, που σχηματίζεται από 6 σειρές κουκίδες, ως εξής: η βάση, που την ονομάζουμε 6η σειρά, αποτελείται από 6 κουκίδες. Η αμέσως παραπάνω, η πέμπτη σειρά, αποτελείται από 5 κουκίδες, η 4η από 4, η 3η από 3, η 2η από 2 και η «σειρά» της κορυφής από 1 κουκίδα. Κάθε κουκίδα συμβολίζει έναν οργανισμό που τρέφεται με τους δύο γειτονικούς του της χαμηλότερης σειράς. Έχουμε σχηματίσει λοιπόν ένα τροφικό πλέγμα, που στην κορυφή του βρίσκεται ένας κορυφαίος θηρευτής, π.χ. ο άνθρωπος. Έστω τώρα ότι «δηλητηριάζεται» ο μεσαίος οργανισμός της 5ης σειράς. Ενώ η 6η σειρά δεν επηρεάζεται, δηλητηριάζονται διαδοχικά 2 από τους 4 οργανισμούς της 4ης σειράς, 3 οργανισμοί της 3ης (δηλαδή όλοι της 3ης), όλοι της δεύτερης, και τελικά και ο κορυφαίος θηρευτής άνθρωπος. Κάθε δηλητηρίαση θα μεταφερθεί μέχρι την κορυφή του τροφικού πλέγματος.

Η διαταραχή των τροφικών πλεγμάτων και η εξαφάνιση ειδών σημαίνει και μείωση της αποθήκης του γενετικού υλικού. Η ρύπανση των ενδιαιτημάτων με φυτοφάρμακα και βαρέα μέταλλα συνεπάγεται την είσοδό τους στην τροφική αλυσίδα, και τη μεταφορά τους μέχρι τον άνθρωπο, και μάλιστα σε πολύ πιο αυξημένη συγκέντρωση. Η εξαφάνιση ή η μείωση του πληθυσμού ορισμένων ειδών μπορεί να έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη άλλων ειδών, τα οποία μπορεί να είναι βλαβερά για τον ίδιο ή για τις καλλιέργειές του.

4.1.3 Τι μπορούμε να διδαχτούμε από την οικολογική πυραμίδα για την κατανομή των πόρων

Η κατανομή των τροφικών πόρων στον πλανήτη μας δεν είναι ισότιμα κατανεμημένη σε όλους τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος διατρέφεται από πολλά τροφικά επίπεδα. Πηγή διατροφής για τους κατοίκους των αναπτυγμένων κρατών είναι κυρίως οι ζωικές πρωτεϊνες, ενώ για τους κατοίκους του υπόλοιπου πλανήτη, που αποτελούν και το μεγαλύτερο πληθυσμό, είναι κυρίως οι φυτικές. Όμως η μεταφορά ενέργειας από το ένα τροφικό επίπεδο στο άλλο, έχει μεγάλη σπατάλη ενέργειας. Για παράδειγμα, για να δημιουργηθεί ένα κιλό κρέας, χρειάζεται να καταναλωθούν πολλά κιλά χόρτου. Η αύξηση της κατανάλωσης του κρέατος εκτρεφόμενων ζώων έχει ως αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη κατανάλωση αυτότροφων οργανισμών (φυτών), που αποτελούν τη βασική διατροφή για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Οι άνισες διατροφικές συνήθειες δημιουργούν μέχρι και συνθήκες πείνας για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της γης, ενώ εξαντλούν τους τροφικούς πόρους από τη βάση της πυραμίδας. Η αειφορική διαχείριση των πόρων στη βάση της πυραμίδας και η δικαιότερη κατανομή τους, μέσα από στάσεις και συνήθειες των ανθρώπων-διαχειριστών, μπορούν να εξαλείψουν την πείνα από τον πλανήτη μας.

4.2 Η σημασια της βακτηριακής αποσύνθεσης για τις τροφικές αλυσίδες

Η συμβολή των μυκήτων στη διάσπαση και εκμετάλλευση της θρεπτικής αξίας του χονδρόκοκκου οργανικού υλικού (Χ.Ο.Υ.) π.χ. φύλλα δένδρων, νεκροί οργανισμοί, είναι γνωστή. Η ενέργεια που περιέχεται στη μυκητιακή βιομάζα μεταφέρεται άμεσα σε μεγαλύτερους καταναλωτές. Όμως βρέθηκε ότι οι μικροβιακές διασπάσεις που προκαλούν την είσοδο του οργανικού άνθρακα στα ρέοντα ύδατα, είναι πολύ πιο σημαντικές απ’ ό,τι πιστευόταν (Pomeray & Wiebe, 1988).

Η κύρια μικροβιακή παραγωγή λαμβάνει χώρα γενικά όπου συσσσωρεύεται λεπτόκοκκο οργανικό υλικό (Λ.Ο.Υ.) μέσα στη στήλη του νερού,σε ιζήματα, σε επιφανειακές μικρο-θέσεις των πλημμυρο-πεδιάδων και ποταμο-λιμνών (Meyer, 1990). Όμως τα βενθικά βακτήρια είναι πιο άφθονα και περισσότερο δραστήρια, απ’ ό,τι αυτά που αιωρούνται στη στήλη του νερού (Edwards, Meyer & Findlay, 1990).

Η μικροβιακή βιομάζα που προκύπτει από την πρόσληψη οργανικού άνθρακα καταναλώνεται από πρωτόζωα, όπως μαστιγοφόρα (μεγέθους 5μm περίπου), βλεφαριδοφόρα (μεγέθους 25μm περίπου) και μικρά ασπόνδυλα, μέσα από το ίζημα της κοίτης (Bott & Kaplan, 1990) και μέσα από τη στήλη του νερού (Carlough & Meyer, 1990). Έτσι η ενέργεια μεταφέρεται σε μεγαλύτερους καταναλωτές. Επειδή το μέσο μέγεθος των βακτηριακών κυττάρων είναι περίπου 0,5μm, μόνο λίγοι καταναλωτές είναι ικανοί να αιχμαλωτίσουν σωματίδια παρόμοιου μεγέθους, όπως η προνύμφη της μύγας blackfly (Wotton, 1994). Η συγκέντρωση βακτηρίων σε υπόστρωμα από περίφυτον έχει ως αποτέλεσμα την άμεση πρόσληψή τους από βενθικούς βοσκητές (Rounick & Winterbourn, 1983).

Στο επόμενο τροφικό επίπεδο βρίσκονται καταναλωτές επίσης πολύ μικρού μεγέθους, όπως κωπήποδα, ροτίφερα, ολιγόχαιτοι, νηματώδεις και προνύμφες εντόμων, που χαρακτηρίζουν ως μικρομετάζωα.
Κατόπιν η ενέργεια μεταφέρεται σε μεγαλύτερα ασπόνδυλα καταναλωτές, τα μακρομετάζωα. Ο αριθμός των τροφικών κρίκων μεταξύ βακτηριακής βιομάζας και μακροασπονδύλων μπορεί να είναι είτε ένας, είτε περισσότεροι και μεταβάλλεται μεταξύ της στήλης νερού και των βενθικών ενδιαιτημάτων.

Όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των τροφικών μεταφορών, τόσο μεγαλύτερο ποσό ενέργειας διασκορπίζεται και τόσο λιγότερη βακτηριακή βιομάζα φτάνει σε μεγαλύτερους καταναλωτές. Αυτό τονίζει τη σπουδαιότητα ορισμένων προνυμφών εντόμων που αποτελούν καταναλωτές α’ τάξης της βακτηριακής βιομάζας και τη μεταφέρουν άμεσα στους ανώτερους καταναλωτές. Ωστόσο, ακόμη κι αν η βακτηριακή βιομάζα δε μεταφερθεί τελικά σε μεγαλύτερους καταναλωτές,η βακτηριακή δραστηριότητα παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ανοργανοποίηση του οργανικού υλικού (Edwards, Meyer & Findlay, 1990).

4.3 Ασπόνδυλοι καταναλωτές

Οι τροφικές πηγές των ασπονδύλων μπορεί να είναι φυτικής προέλευσης, ζωικής ή διάφορα υπολείμματα. Τα υπολείμματα περιλαμβάνουν όλα τα τεμαχισμένα οργανικά υλικά με μέγεθος μεγαλύτερο από 0,5μm καθώς και συγκεντρώσεις μικροοργανισμών όπως μύκητες, βακτήρια, πρωτόζωα και μικροασπόνδυλα που βρίσκονται σε στενή επαφή με αυτά (Anderson & Sedell, 1979).

Η κατανομή και αφθονία αυτών των πηγών επηρεάζονται από το μέγεθος του ποταμού, τη σκίαση, το υπόστρωμα, τη ροή, και πολλές άλλες μεταβλητές. Η σχετική διαθεσιμότητα των τροφικών πηγών αλλάζει από το άνω μέρος του ποταμού έως τις εκβολές του, προκαλώντας επίσης αλλαγές στα τροφικά δίκτυα (Vannote et. al., 1980). Τροφικές πηγές φυτικής προέλευσης είναι το περίφυτον, ιδιαίτερα σε ρηχά ρεύματα με μικρή σκίαση, ενώ τα μακρόφυτα, επειδή είναι περισσότερο δυσκολοχώνευτα λόγω των υψηλών επιπέδων κυτταρίνης και λιγνίνης (Cummins & Klug, 1979), σπανίως αποτελούν τροφική πηγή για τ’ ασπόνδυλα (Hutchinson, 1981).

Διάτομα, άλλοι μικροί αυτότροφοι οργανισμοί, αλλά και οργανικές πηγές σε διάφορες μικρο-θέσεις του υποστρώματος, αποτελούν τροφικές πηγές για τα φυτοφάγα υδρόβια έντομα (Rounick & Winterbourn, 1983).

Τα ζωικά θηράματα αντιπροσωπεύουν υψηλής ποιότητας τροφική πηγή για ασπόνδυλα-θηρευτές ή παράσιτα ικανά να εντοπίσουν και να παρενοχλήσουν άλλα ζώα.

Τα ασπόνδυλα αποτελούν την κύρια άμεση πηγή τροφής, ιδίως για τα ψάρια (Crisp et al., 1978,λ – Mann, 1974 & 1982 – Mann et al., 1989) και για τα εντομοφάγα πουλιά όπως νεροκότσυφες και σταχτοσουσουράδες (Ormerod & Tyler, 1987) αλλά και για όλες τις άλλες κατηγορίες ζώων (αμφίβια, ερπετά, θηλαστικά κλπ).

Τα ασπόνδυλα πραγματοποιούν ποικιλία λειτουργιών στο υδρόβιο περιβάλλον: Μέσω της θρέψης αλλάζουν το μέγεθος, το σχήμα και τη μορφή του νεκρού οργανικού υλικού, αλλά και των άλλων ζωντανών φυτικών και ζωικών υλών. Σκαπτικά ασπόνδυλα ανακατανέμουν τις θρεπτικές οργανικές ουσίες του ιζήματος και σε μερικές περιπτώσεις απελευθερώνουν τοξίνες μέσα στο νερό. Αντίθετα, ασπόνδυλα που φιλτράρουν το νερό αφαιρούν οργανικά μόρια απ’ αυτό. Γενικά ενισχύουν την ανακύκλωση των θρεπτικών, τη μετατροπή και τη μεταφορά τους (Kitchell et. al., 1979). Η ανακύκλωση των θρεπτικών είναι πολύ σημαντική για την υγεία ενός ποτάμιου οικοσυστήματος.

Τα ασπόνδυλα είναι ευαίσθητα στη ρύπανση και στις αλλαγές των βιοτόπων και των ενδιαιτημάτων τους. Επιπλέον οι κοινωνίες τους είναι ενδεικτικές για την εκτίμηση της ποιότητας του νερού (βιολογικοί δείκτες).

4.4 Ομαδοποίηση των οργανισμών στις τροφικές αλυσίδες

Εξετάζοντας απλώς το είδος της τροφής που καταναλώνει ένας οργανισμός, μπορούμε να διαχωρίσουμε τους οργανισμούς σε φυτοφάγους, σαρκοφάγους, υπολειμματοφάγους κλπ. Οι κατηγορίες αυτές ωστόσο τους διαφοροποιούν ελάχιστα όσον αφορά τον τροφικό τους ρόλο. Έτσι, είναι πιο χρήσιμο να διαχωρίσουμε τις τροφικές συνήθειες των οργανισμών, σύμφωνα με τον τρόπο πρόσληψης της τροφής τους. Όταν διαφορετικά είδη καταναλώνουν την ίδια τροφή και την προσλαμβάνουν κατά τον ίδιο τρόπο, τότε αποτελούν μέλη της ίδιας ομάδας: π.χ. σε άλλη ομάδα ανήκουν τα ψάρια που τρέφονται με ασπόνδυλα από την κοίτη του ποταμού (βενθικά) και σε άλλη αυτά που τρέφονται με ασπόνδυλα μέσα από τη στήλη του νερού. Η ομαδοποίηση αυτή είναι χρήσιμη επειδή καθορίζει τις τροφικές συνήθειες των ασπονδύλων ή/και των σπονδυλωτών.

Οι λειτουργικές ομάδες (Cummins, 1973) στις οποίες χωρίζονται τα ασπόνδυλα βάσει του τρόπου εύρεσης της τροφής τους, είναι οι εξής: τεμαχιστές, βοσκητές, θηρευτές και διηθηματοφάγοι (ή φιλτραριστές ή συλλέκτες). Παρά την αλληλοεπικάλυψη που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτές τις ομάδες και τη δυσκολία να κατατάξουμε έναν οργανισμό σε μια μόνο ομάδα, έχει καθιερωθεί αυτός ο διαχωρισμός ως προς τη σύνθεση των κοινωνιών της πανίδας (Allan, 1995). Δεν θα πρέπει όμως η χρήση των ομάδων να παραβλέπει τις ατομικές διαφοροποιήσεις, αλλά και τη μεγάλη προσαρμοστικότητα των οργανισμών.

4.5 Παραδείγματα προσαρμογής δομών και συμπεριφοράς των οργανισμών στις  διατροφικές τους συνήθειες

Έχει γίνει ένας επιτυχημένος συσχετισμός των ανατομικών χαρακτηριστικών ορισμένων ψαριών με τις διατροφικές τους συνήθειες, αλλά και τις προτιμήσεις τους σε ορισμένα ενδιαιτήματα. Η μορφολογία των διαφόρων τμημάτων του εντερικού τους σωλήνα και η θέση του στόματος τους σχετίζονται τόσο με το είδος της τροφής, όσο και με το ενδιαίτημα όπου προτιμά το ψάρι να τρέφεται. Ψάρια στα οποία το στόμα βρίσκεται προς τα κάτω, τρέφονται στον πυθμένα της κοίτης, ενώ το αντίθετο συμβαίνει με όσα έχουν το στόμα σε πρόσθια θέση. Επιπλέον ψάρια που κινούνται στην περιοχή του πυθμένα έχουν νηκτική κύστη μικρότερου όγκου. Οικο-μορφολογικές αναλύσεις σε τροπικά ψάρια συσχέτισαν με επιτυχία την τροφή και τις απαιτήσεις ενδιαιτήματος με τις μορφολογικές διαφοροποιήσεις (Moyle & Senenayoke, 1984 – Watson & Balon, 1984).

Παραδείγματα μορφολογικών προσαρμογών μας δίνουν και τα ράμφη των πουλιών. Επειδή οι πάπιες φιλτράρουν το νερό, το ράμφος τους έχει μια συσκευή σαν χτένα. Το ράμφος της χήνας, ενώ μοιάζει με της πάπιας, είναι βαθύτερο και δυνατότερο για να τραβά και να επεξεργάζεται το χορτάρι. Ένα πουλί που τρέφεται με μικρά ψαράκια από την επιφάνεια του νερού, έχει ράμφος που μοιάζει με κουτάλι (χουλιάρι) και λέγεται χουλιαρομύτης. Ο πελεκάνος χρησιμοποιεί το ιδιόρρυθμο ράμφος του για να τρέφεται με μεγάλα ψάρια.

Η κατασκευή των ποδιών των υδρόβιων πουλιών είναι επίσης τέτοια (δάχτυλα ενωμένα με μεμβράνη), ώστε να τα βοηθά κατά την ανεύρεση της τροφής τους όταν κολυμπούν στην επιφάνεια ή όταν βουτούν στο νερό.

Το μήκος του λαιμού των πουλιών είναι ακόμη μια προσαρμογή στις διατροφικές τους συνήθειες, αφού καθορίζει το βάθος που μπορεί να φτάσει ένα πουλί μέσα στο νερό, κατά την αναζήτηση της τροφής του (π.χ. ο κύκνος).

Τα σπονδυλωτά-θηρευτές ακολουθούν διαφορετικές κυνηγετικές τακτικές. Τα περισσότερα κυνηγούν διασχίζοντας το νερό, ή βουτώντας, ή κολυμπώντας. Τα πουλιά που περπατούν στα ρηχά νερά ψαρεύουν όχι βαθύτερα από 20-30cm. Οι ιπτάμενοι θηρευτές που πετούν ξυστά στην επιφάνεια του νερού, όπως οι αλκυόνες και οι νυχτερίδες, ψαρεύουν στην επιφάνεια, ωστόσο οι αλκυόνες βουτούν και μέχρι 40cm (Power, 1984b). Τα βουτηχτάρια ψαρεύουν σε αρκετά μέτρα βάθος.

Οι διατροφικές συνήθειες κάθε είδους αντανακλώνται στη μορφολογία και στα ανατομικά χαρακτηριστικά κάποιων δομών των οργανισμών, αλλά και στη συμπεριφορά τους. Αυτές οι προσαρμογές δομής και συπεριφοράς (lifestyle) επιβάλλονται από την ανάγκη κάθε είδους για επιβίωση.

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η ροή ενέργειας μέσα σ’ ένα οικοσύστημα ξεκινά από τη μετατροπή της ηλιακής ενέργειας με τη βοήθεια των φυτών σε χημική ενέργεια και μεταφέρεται με την κατανάλωση των φυτών από τα φυτοφάγα ζώα στα σαρκοφάγα, δημιουργώντας τις τροφικές πυραμίδες. Οι τροφικές αλυσίδες δημιουργούνται, καθώς καταναλώνονται τα είδη ενός επιπέδου της πυραμίδας, από ένα άλλο. Η σχέση αυτή είναι πιο πολύπλοκη, γιατί είδη από διαφορετικά τροφικά επίπεδα χρησιμοποιούν το ίδιο είδος τροφής, σχηματίζοντας στην πραγματικότητα τροφικά πλέγματα. Αυτά είναι πολύ πολύπλοκα και εξαρτώνται από τις διατροφικές συνήθειες του ζώου, τις προσαρμογές του ως προς τα ανατομικά ή άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, το ρόλο του ζώου στην τροφική αλυσίδα κλπ. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η μη σωστή εκμετάλλευση των ζωϊκών πόρων, διαταράσσουν ή και καταστρέφουν αυτές τις αλυσίδες, ενώ οι τοξικές ουσίες από τη ρύπανση, μεταφέρονται μέσω της τροφικής αλυσίδας και στον άνθρωπο.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ: 21, 22.

Τα ασπόνδυλα εμφανίζουν διαφορετικές προτιμήσεις σε διαφορετικές συνθήκες του περιβάλλοντος στις οποίες είναι προσαρμοσμένα με μια ποικιλία μοορφολογικών χαρακτηριστικών και συμπεριφοράς.

1 Επιπλέοντα, «πατινέρ»: γλιστρούν στην επιφάνεια του νερού και τρέφονται με οργανισμούς (έντομα) που παγιδεύονται σ’ αυτήν.
2 Ζωοπλαγκτόν: (π.χ. προνύμφες χιρονόμων, κουνουπιών), ευρίσκονται σε στάσιμα νερά.
3 Δύτες: (π.χ. σκαθάρια-βουτηχτές) κολυμπούν σε νερά μικρής ροής και υδατοσυλλογές, προμηθεύονται οξυγόνο από την επιφάνεια του νερού και βουτούν μόλις νιώσουν ότι κινδυνεύουν.
4 Κολυμβητές: (π.χ. μερικά εφημερόπτερα) προσκολλώνται συνήθως σε βράχους ή στη βλάστηση και είναι προσαρμοσμένοι να κολυμπούν σαν ψάρια.
5 Προσκολλημένα: (π.χ. μερικά εφημερόπτερα, βδέλλες, πεταλίδες κλπ) φέρουν μορφολογικές προσαρμογές όπως πλατυσμένα άκρα ποδιών, νήματα μετάξης, μυτερά νύχια σαν γάντζους, βεντούζες, με τα οποία γαντζώνονται ή προσκολλώνται σε σταθερό υπόστρωμα, ώστε να αντιστέκονται σε αυξημένα ρεύματα.
6 Μεταφερόμενα: (π.χ. μερικές προνύμφες λιβελλούλας και μερικά εφημερόπτερα) διαμένουν στην επιφάνεια μακροφύτων ή στο επάνω μέρος λεπτών ιζημάτων.
7 Αναρριχώμενα: (π.χ. λιβελλούλες) σε βλάστηση μακροφύτων και ρίζες δένδρων. Κρέμονται σε βυθισμένα κλαδιά και κινούνται κατακόρυφα πάνω-κάτω σ’ αυτά.
8 Σκαπτικά: (π.χ. σκουλήκια, μαλάκια, μερικά εφημερόπτερα, χιρονόμοι) ευρίσκονται ανάμεσα σε λεπτά ιζήματα και σκάβουν τούνελ σε φυτικά υποστρώματα ή ξύλο.
Back