Τομέας Ζωολογίας, Τμήμα Βιολογίας, Σχολή Θετικών Επιστημών Α.Π.Θ.

6. Μέθοδοι και στρατηγικές διαχείρισης

 

6.1 Διαχείριση λυμάτων και αποβλήτων


6.1.1 Με τη βοήθεια της τεχνολογίας

Βιολογικός καθαρισμός

Συνήθως η ποιότητα του νερού, που χρησιμοποιείται για διάφορες αστικές και βιομηχανικές χρήσεις, υποβαθμίζεται. Το νερό αυτό μετατρέπεται σε λύματα οικισμών, απόβλητα διαφόρων βιομηχανιών κλπ. Προκύπτει, λοιπόν, η ανάγκη επεξεργασίας του, ώστε να αποδοθεί στο περιβάλλον σε όσο το δυνατόν ανώτερη ποιότητα. Οι παραδοσιακές μέθοδοι των σπιτικών βόθρων δεν είναι πλέον αποτελεσματικές για τις πόλεις του σήμερα, οι οποίες όλο και συχνότερα πλέον κατασκευάζουν μονάδες συλλογής βοθρολυμάτων και συνολικής επεξεργασίας τους σε εργοστάσια βιολογικού καθορισμού.

Αυτά τα εργοστάσια βασίζονται στην ιδιότητα ορισμένων μικροοργανισμών που ζουν στο νερό, να τρέφονται με τα οργανικά συστατικά των αστικών λυμάτων, αποικοδομώντας τα με σχετική ευκολία. Πολύ πιο δύσκολα στην επεξεργασία είναι τα βιομηχανικά απόβλητα που μπορεί να είναι μη βιοαποικοδομήσιμα, να μην περιέχουν τους απαιτούμενους μικροοργανισμούς, να είναι ελλειμματικά σε θρεπτικές ουσίες, να είναι αλκαλικά ή όξινα, ή τέλος να περιέχουν ουσίες δηλητηριώδεις για τους μικροοργανισμούς όπως τα βαρέα μέταλλα, οι οποίες τους εμποδίζουν να δράσουν.

Οι εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού διακρίνονται σε πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες.

  • Στον πρωτοβάθμιο καθαρισμό γίνεται μηχανική απομάκρυνση των αιωρούμενων στερεών υλικών του νερού μέσω καθίζησης, επίπλευσης, εσχαρισμού, διέλευσης μέσα από σύστημα κοσκίνων και ακολουθεί κατάλληλη ρύθμιση του pH. Αν, μετά τον πρωτοβάθμιο καθαρισμό, τα απόβλητα περιέχουν βαρέα μέταλλα, προστίθενται χημικά κροκιδωτικά υλικά (ασβέστης, άλατα αργιλίου και σιδήρου κλπ), ώστε να γίνει δυνατός ο διαχωρισμός των μετάλλων αυτών (Λιαλιάρης & Ουζούνης, 1992).
  • Στο δευτεροβάθμιο – τον κυρίως βιολογικό καθαρισμό – γίνεται προσπάθεια να επιταχυνθεί η φυσιολογική διαδικασία οξείδωσης και αποικοδόμησης των οργανικών ρύπων, ώστε τα επεξεργασμένα απόβλητα να μπορούν να διατεθούν σε αποδέκτες όπως λίμνες, ποτάμια, θάλασσες, χωρίς να προξενήσουν βλάβη. Συνήθως τα απόβλητα φέρουν μαζί τους τους μικροοργανισμούς που τα βιοαποικοδομούν. Αυτοί απαιτούν χώρο για να αναπτυχθούν, τροφή (που την παρέχουν τα ίδια τα απόβλητα) και οξυγόνο για να μπορούν να αναπνέουν.

Τα συστήματα που χρησιμοποιούνται είναι διαφόρων ειδών (Μπακάλης, 1982). Τα περισσότερο καθιερωμένα διεθνώς συστήματα είναι τα συστήματα ενεργού ιλύος, στα οποία η βιολογική μάζα δεν είναι προσκολλημένη σε κάποιο υπόστρωμα, αλλά αιωρείται μέσα στο σώμα των υγρών αποβλήτων, χάρη στη συνεχή ανάδευση που εξυπηρετεί και τον αερισμό. Μετά τη δευτεροβάθμια καθίζηση, η οποία γίνεται ακολούθως σε μια επόμενη δεξαμενή, τα μεν διαυγή νερά πλέον οδηγούνται στον τριτοβάθμιο καθαρισμό, η δε ενεργός ιλύς (λάσπη) που καθιζάνει, επαναδιοχετεύεται στην προηγούμενη δεξαμενή.

  • Πριν τον τριτοβάθμιο καθαρισμό, γίνεται απολύμανση του νερού με χλώριο. Η χλωρίωση του νερού μηδενίζει πρακτικά τη μικροβιολογική μόλυνση, αφήνει όμως άθικτους τους ιούς, καθώς και κάποιες τοξικές ουσίες όπως τα φυτοφάρμακα. Επιπλέον, το ίδιο το χλώριο είναι τοξικό, λόγω της αντίδρασής του με οργανικές ουσίες οπότε παράγονται οργανοχλωριωμένες καρκινογόνες ενώσεις.
  • Ο τριτοβάθμιος καθαρισμός συνίσταται στην απομάκρυνση των φωσφορικών και των νιτρικών αλάτων τα οποία πιθανό να προξενήσουν ευτροφισμό κατά τη διοχέτευσή τους σε ευαίσθητους υδάτινους αποδέκτες. Το στάδιο αυτό είναι οικονομικά το πιο ακριβό, γι’ αυτό συχνά οι εγκαταστάσεις βιολογικής επεξεργασίας δεν το προβλέπουν.

Τα τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής υπόσχεται είδη μικροοργανισμών που θα μπορούν, μέσω του βιολογικού καθαρισμού, να αποικοδομήσουν ρύπους όπως τα φωσφορικά άλατα των απορρυπαντικών ή τα νιτρικά άλατα των λιπασμάτων (Bebin, 1989), αλλά φαίνεται πως τα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν προς το παρόν οι ερευνητές που ασχολούνται με το ζήτημα αυτό, είναι αρκετά δύσκολα.

Εννοείται πως ο βιολογικός καθαρισμός των αστικών λυμάτων, ως σχετικά καινούρια μέθοδος, πρόκειται να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα στην εφαρμογή του. Λαθεμένοι υπολογισμοί στις μελέτες, η απειρία και η έλλειψη εξειδικευμένων επιστημόνων με γνώσεις διαχείρισης σταθμών βιολογικού καθαρισμού, έχουν συντελέσει στην κακή λειτουργία πολλών απ’ αυτούς στην Ελλάδα. Τελευταίες έρευνες π.χ. δείχνουν σημαντικές διακυμάνσεις της ποιότητας των αστικών λυμάτων διαφόρων πόλεων της Ελλάδας (Μπακάλης et al., 1993) οι οποίες εξαρτώνται από την περιοχή, τις δραστηριότητες, την κατανάλωση νερού και το διαιτολόγιο των κατοίκων. Για παράδειγμα, στα αστικά λύματα της Θεσσαλονίκης οι συγκεντρώσεις των βασικών ρύπων είναι πολύ υψηλότερες από τις συγκεντρώσεις των ρύπων άλλων δυτικοευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών πόλεων. Ο κύριος λόγος γι’ αυτό είναι η χαμηλότερη κατά κεφαλήν κατανάλωση νερού στην Ελλάδα (Διαμαντόπουλος et al., 1989). Εννοείται πως αυτό το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για το σχεδιασμό μονάδων βιολογικής επεξεργασίας αστικών λυμάτων στη χώρα μας. Αν οι ιδιαιτερότητες τέτοιου τύπου δεν ληφθούν υπόψη, τότε οι εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων θα σχεδιαστούν με λάθος προδιαγραφές, που συνεπάγονται προβλήματα λειτουργίας, οικολογική και οικονομική ζημιά.

Ένα τελευταίο πρόβλημα φαίνεται να είναι η ιλύς (λάσπη) που απομένει, η οποία σε κάποια μέρη χρησιμοποιείται ως οργανικό λίπασμα και βελτιωτικό έδαφους σε αγροτικές καλλιέργειες, χάρη στα θρεπτικά συστατικά που περιέχει (Χαρδάς et al., 1989). Αναφέρεται πως στην Αγγλία και Ουαλία το 1990 παρήχθησαν περίπου 1,000,000 τόνοι τέτοιας λάσπης, οι μισοί των οποίων χρησιμοποιήθηκαν στις αγροτικές καλλιέργειες. Επίσης 200,000 απορρίφθηκαν στη θάλασσα, πρακτική που καταργήθηκε το 1998 με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το γεγονός πως μαζί με τα θρεπτικά συστατικά περιέχονται στη λάσπη αυτή και βαρέα μέταλλα, που δεν επιτρέπουν την αέναη χρήση της ως λίπασμα, προσανατόλισε πολλές εταιρίες προς τη λύση της αποτέφρωσης. Ήδη αποτεφρώνονται περίπου 100.000 τόνοι ετησίως.

Όσον αφορά την επεξεργασία των αστικών λυμάτων, υπολογίζεται πως το 1990 μόνο το 72% της ποσότητας που παρήχθη στην Ευρώπη υπέστη κάποια κατεργασία. Το αντίστοιχο ποσοστό για τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι αξιοδάκρυτο: λιγότερο από 5%. (από Γεωργόπουλο, 1996).


6.1.2 Με τη γνώση της Οικολογίας

Τεχνητοί υγρότοποι

Ευτυχώς, πολλά μπορούν να γίνουν για να αντιμετωπίσουμε τα αρνητικά αποτελέσματα των αγροτικών μεθόδων και της ξύλευσης. Χρησιμοποιώντας ρυθμιστικές παραποτάμιες λωρίδες βλάστησης, μπορούμε σε μεγάλο βαθμό να μειώσουμε το μέσο ρυθμό διάβρωσης και επίσης την κατάληξη θρεπτικών στους ποταμούς (Prato et al., 1989). «Η παρόχθια βλάστηση σε μικρές ρυθμιστικές λωρίδες, της τάξης 10-30m πλάτους, περιορίζει σημαντικά τη μεταφορά θρεπτικών και ιζημάτων στους ποταμούς» (Karr & Schlosser, 1978).

Oστόσο η μακροχρόνια αποτελεσματικότητα αυτών των ρυθμιστικών λωρίδων βλάστησης είναι υπό έρευνα (Osborne & Kovacic, 1993). Είναι πιθανό πως η συσσώρευση ιζημάτων θα περιορίσει σταδιακά την αποτελεσματικότητά τους, ως παγίδων ιζημάτων. Επίσης η κατακράτηση θρεπτικών εξαρτάται από τη συνεχή φυτική εξέλιξη, που διαφέρει ανάμεσα στη φάση ανάπτυξης και στη φάση ωριμότητας της βλάστησης (Omernik, Abernathy & Male, 1981). H ικανότητα κατακράτησης θα ωφεληθεί από την περιοδική κοπή και απομάκρυνση της φυτικής βιομάζας (Lowrance et al., 1984). Μια ιδιαίτερα σοβαρή αμφισβήτηση για την αποτελεσματικότητα των ρυθμιστικών λωρίδων βλάστησης είναι οι πλάκες απορροής κατω από τις καλλιεργούμενες εκτάσεις, που μεταφέρουν τα υπο-επιφανειακά ύδατα απ’ευθείας μέσα στα κανάλια των ποταμών, παρακάμπτοντας εντελώς την παρόχθια ζώνη. Αυτό κάνει απαραίτητο κάποιον επιπρόσθετο μηχανισμό για την παγίδευση των θρεπτικών. Οι Osborne & Kovacic (1993) προτείνουν τεχνητούς υγροτόπους παράλληλα προς την ποτάμια όχθη και χωρισμένους με ένα ανάχωμα από την κύρια κοίτη. Υπάρχουν μάλιστα ορισμένα φυτικά είδη όπως το καλάμι (Phragmites) που χρησιμοποιούνται σε τέτοιους υγροτόπους λόγω της μεγάλης απορροφητικότητας που παρουσιάζουν σε θρεπτικά άλατα, αλλά και σε βαρέα μέταλλα.

Ο βιολογικός μηχανισμός λειτουργίας στον οποίο στηρίζεται η μέθοδος είναι ο εξής: Οι μικρο-οργανισμοί του ριζικού συστήματος των φυτών συμβάλλουν στη διάσπαση των οργανικών υλών. Τα καλάμια εμπλουτίζουν με ατμοσφαιρικό οξυγόνο το μικρο-περιβάλλον γύρω από τις ρίζες (διοχετεύοντάς το μέσω των βλαστών τους), εμποδίζοντας έτσι τη δημιουργία συνθηκών ανοξίας από τις συνεχείς οξειδώσεις. Τα θρεπτικά άλατα που προκύπτουν συμβάλλουν στην ανάπτυξη και αύξηση των καλαμιών, και μαζί με μερικά ρυπαντικά στοιχεία (όπως π.χ. βαρέα μέταλλα) βιο-συσσωρεύονται σ’ αυτά σε μεγάλες ποσότητες. Έτσι οι συστάδες καλαμιών σ’ αυτούς τους τεχνητούς παραποτάμιους υγροτόπους λειτουργούν προστατευτικά για τα ποτάμια ενδιαιτήματα.

Μια Ελληνική εμπειρία:

Κοντά στη μονάδα βιολογικού καθαρισμού της Θεσσαλονίκης, στο Γαλλικό (Εχέδωρο) ποταμό, είναι υπό εξέλιξη μια πιλοτική εφαρμογή καθαρισμού και επανάκτησης αστικών λυμάτων με τεχνητούς υγροτόπους. (Κατσαβούνη, Ζαλίδης & Γεράκης, 1997).


6.1.3 Με την οικο-λογική της εξοικονόμησης

Ανακύκλωση

Κατά την οξείδωση των οργανικών ενώσεων από τους μικροοργανισμούς, η περιεχόμενη σ’ αυτές τις μακρομοριακές ενώσεις ενέργεια διαχέεται και χάνεται στο περιβάλλον με τη μορφή θερμότητας. Σε πολλές πλέον χώρες ακολουθούνται διαχειριστικές πρακτικές για την εκμετάλλευση αυτής της χαμένης ενέργειας.

Οικιακά λύματα χρησιμοποιούνται για άρδευση σε πολλές περιοχές της Ευρώπης (Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο), ενώ στην Αμερική η άρδευση με λύματα αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια. Κατ’ αυτό τον τρόπο:

  • µειώνονται τα ποσοστά ρύπανσης των ποταμών,
  • γίνεται εξοικονόμηση νερού και
  • pαρέχονται θρεπτικά άλατα για τον εφοδιασμό των εδαφών.

Στην Κίνα και άλλα μέρη της Ασίας, τα ανθρώπινα κόπρανα χρησιμοποιήθηκαν για λίπανση λιμνών με ψάρια. Η ενέργεια των λυμάτων περνά μέσω της τροφικής αλυσίδας στους αυτότροφους οργανισμούς της λίμνης και από εκεί στους φυτοφάγους, δηλαδή στα ψάρια. Με τα φυτά της λίμνης τρέφονται και άλλοι φυτοφάγοι καταναλωτές, όπως οικόσιτα ζώα (π.χ. βοοειδή), και με τα ψάρια άλλοι καταναλωτές ανώτερης τάξης, όπως και ο άνθρωπος. Τέλος η λάσπη του πυθμένα, εμπλουτισμένη με ιζήματα, αφαιρείται τακτικά, μια φορά το χρόνο περίπου, και χρησιμοποιείται για τη λίπανση αγρών, για την παραγωγή τροφής για τον άνθρωπο και τα ζώα του. Αυτό αποτελεί πράγματι ένα μικρό παράδειγμα κλειστού, υψηλής παραγωγικότητας συστήματος, που βασίζεται απόλυτα στην είσοδο ενέργειας μόνο από τον ήλιο, και εκμεταλλεύεται το υψηλό ποσοστό των θρεπτικών του συστήματος μέσα από την ανακύκλωση. Εδώ ο ελεγχόμενος ευτροφισμός είναι χρήσιμος, και αυτό είναι ένα παράδειγμα που οδηγεί στην ανάγκη μεγαλύτερης οικολογικής εκπαίδευσης και συνείδησης για την ανάπτυξη καλύτερων περιβαλλοντικών διαχειριστικών πρακτικών.

Βέβαια τα ανακυκλούμενα ιζήματα θα πρέπει να είναι απαλλαγμένα από επικίνδυνες ρυπαντικές ουσίες και να έχουν ικανοποιητική ποιότητα, ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις κατά την ανακύκλωσή τους.

Με την αυξανόμενη ανάγκη για εξοικονόμηση νερού παγκοσμίως, αναπτύχθηκαν και μέθοδοι αξιοποίησης των αποβλήτων μετά το δευτεροβάθμιο καθαρισμό, σε άρδευση καλλιεργημένων εκτάσεων και σε ιχθυοκαλλιέργειες. Στην πραγματικότητα αυτή η ανακύκλωση του νερού συνιστά έναν έμμεσο τριτοβάθμιο καθαρισμό, όπου χρησιμοποιείται το φυσικό περιβάλλον ως φίλτρο κατακράτησης βαρέων μετάλλων, νιτρικών και φωσφορικών αλάτων.

Στο Ισραήλ σήμερα επιχειρείται η σημαντικότερη προσπάθεια χρηστικής ανακύκλωσης υγρών αποβλήτων στον κόσμο. Ήδη το 70% των λυμάτων της χώρας αυτής χρησιμοποιείται για άρδευση γεωργικής γης, μετά από τη σχετική επεξεργασία. Υπολογίστηκε πως σε μερικά χρόνια, το 16% των συνολικών αναγκών του Ισραήλ σε νερό θα καλύπτεται από τα επεξεργασμένα λύματα, το ήμισυ των οποίων θα προέρχεται από τη μητροπολιτική περιοχή του Τελ Αβίβ. Ίδιου τύπου προσπάθειες προωθούνται στο Λος Άντζελες καθώς και σε πόλεις της Αριζόνα και της Φλόριντα των ΗΠΑ (Postel, 1993).

Μελέτη για την πιθανότητα χρήσης των βιολογικών επεξεργασμένων λυμάτων της Θεσσαλονίκης για άρδευση, έδειξε πως αυτά, κατά την έξοδό τους από τη μονάδα του βιολογικού καθαρισμού, είναι κατάλληλα για άρδευση (Νικολόπουλος, 1993), ίσως δε μετά από κάποιες πρόσθετες διορθωτικές παρεμβάσεις σε σχέση με τις αζωτούχες ενώσεις των λυμάτων, να είναι κατάλληλα και για επιφανειακή διάθεση στον Αξιό ή στο Γαλλικό ποταμό, με συνέπεια την αύξηση της παροχής των ποταμών αυτών, αλλά και τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα της περιοχής (Σουπίλας & Κουιμτζής, 1993).


6.2 Παραδείγματα αποκατάστασης ποταμών


6.2.1 Η ικανότητα αποκατάστασης των ποταμών

Μολονότι όλα τα οικοσυστήματα έχουν διαπερατά όρια, εισάγοντας και εξάγοντας υλικά, ενέργεια και οργανισμούς, η απόδοση των οικοσυστημάτων των ρεόντων υδάτων είναι ασυνήθιστα υψηλή. Αυτή η ιδιότητα φανερώνει μια φυσική ικανότητα καθαρισμού (Hynes, 1970) και επίσης μια τακτική αναγέννηση που συμβαίνει από τα ανώτερα έως τα κατώτερα τμήματα, εκτός βέβαια των περισσότερο υποβαθμισμένων περιοχών, όπου οι αντίστοιχες διαδικασίες είναι πολύ πιο αργές. Σαν συνέπεια οι ποταμοί έχουν μια φυσική ικανότητα αποκατάστασης και αυτορρύθμισης, η οποία διευκολύνει την επανόρθωση των ποτάμιων οικοσυστημάτων (Gove, 1985), επαναφέροντας τα φυσικά ενδιαιτήματα και βελτιώνοντας την ποιότητα του νερού.

Η ικανότητα αποκατάστασης ποικίλλει, εξαρτώμενη από τον τύπο της διαταραχής, από τις βιολογικές ιδιότητες της κοινότητας και από το βαθμό της απομόνωσης της πηγής των αποικιστών οργανισμών (Niemi et al., 1990).

Η βιβλιογραφία διακρίνει δύο είδη διαταραχών: τα εφήμερα συμβάντα τα οποία είναι περιορισμένα και μικρής διάρκειας και τα πιεστικά γεγονότα που έχουν μόνιμη δράση και μακρόχρονες συνέπειες. Τυπικό παράδειγμα εφήμερου συμβάντος είναι η απόρριψη σ’ ένα ποταμό χημικών υλών που γρήγορα διαλύονται στο νερό, σε αντιδιαστολή με ένα πιεστικό γεγονός όπως είναι η μεταβολή ενός ενδιαιτήματος από καναλοποίηση της κοίτης του ποταμού, ή η μόνιμη εκροή μιας ρυπογόνας αποχέτευσης.

Ειδικά για τις εφήμερες διαταραχές, το σχέδιο αποκατάστασης εξαρτάται από τις ευκαιρίες αποικισμού και την αύξηση του πληθυσμού, άρα και από την ταχύτητα του κύκλου ζωής των οργανισμών, την ικανότητα διασποράς τους, τη διαθεσιμότητα καταφυγίων και άλλους παράγοντες. Οι πιεστικές διαταραχές γενικά είναι συνώνυμες με τη ριζική αλλαγή του ενδιαιτήματος. Μετά την παύση μιας πιεστικής διαταραχής, ο χρόνος επαναφοράς μπορεί να κυμαίνεται από μερικά χρόνια έως δεκαετίες. Χωρίς οικολογική παρέμβαση, ο χρόνος επαναφοράς μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος.

Η ευρείας κλίμακας αλλαγή στις χρήσεις γης, η εξάλειψη αυτοχθόνων ειδών και η εισαγωγή νέων ειδών είναι από τις μεγαλύτερες δυνάμεις που επιδρούν στα νερά των ποταμών. Η βελτίωση της ποιότητας του νερού μπορεί να επιτευχθεί εύκολα, όταν πρόκειται για ένα διαχειρίσιμο αριθμό σημειακών πηγών ρύπανσης (π.χ. αποχετεύσεις), ενώ όταν η υποβάθμιση της ποιότητας του νερού οφείλεται σε μη σημειακές πηγές ρύπων (π.χ. γεωργικές), η αποκατάσταση είναι δυσκολότερη.

Oστόσο, η αποκατάσταση κάθε ποτάμιου συστήματος είναι εφικτή. Η σταδιακή βελτίωση της ποιότητας νερού στον ποταμό Ρήνο κατά τη διάρκεια των 2 περασμένων δεκαετιών (Lelek & Kohler, 1990) και ιστορία του ποταμού Τάμεση κατά τον τελευταίο αιώνα βεβαιώνουν ότι αυτό το επίτευγμα μπορεί να επαναληφθεί, ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις.


6.2.2 Ο ποταμός Ρήνος

Ο ποταμός Ρήνος είναι ο πιο σημαντικός ποταμός της Ευρώπης, διαπερνά πολλές χώρες (Ελβετία, Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία), με πλήθος παραποτάμων και με 180,000 km3 νερό. Καναλοποιείται στα τελευταία 800km και η ροή του σε πολλούς παραποτάμους ελέγχεται από φράγματα.

Ο πληθυσμός γύρω από αυτόν υπολογίζεται γύρω στα 50 εκατομμύρια ανθρώπους, συγκεντρωμένους σε μεγάλες πόλεις στις όχθες του (Βασιλεία, Μάνχαϊμ, Μαγεντία, Καρλσρούη, Στρασβούργο, Βόννη, Κολωνία, Ντύσελντορφ, Ρόττερνταμ κ.ά.). Ο ποταμός παρέχει πόσιμο νερό σε περίπου 20 εκαττομμύρια ανθρώπους. Σημαντικές βιομηχανίες, συμπεριλαμβάνοντας και χημικές, είναι εγκατεστημένες κατά μήκος του ποταμού. Επιπλέον είναι ναυτικός δρόμος, με στόλο από 12,000 εμπορικά πλοία, ενώ με σύστημα πλωτών διορύγων συνδέεται με άλλους μεγάλους ποταμούς, π.χ. τον Ροδανό. Επίσης χρησιμοποιείται για ψάρεμα και αναψυχή.

Από τότε που ο Ρήνος χαρακτηρίστηκε «διεθνής ποταμός», η συνεργασία των χωρών άρχισε, ξεκινώντας από τη Διεθνή Επιτροπή Προστασίας του Ρήνου κατά της ρύπανσης, το 1950. Ωστόσο, στις δεκαετίες ‘60 και ‘70 ο Ρήνος ήταν ακόμη ρυπασμένος από τοξικά και από αστικά λύματα. Η συγκέντρωση οξυγόνου ήταν πολύ χαμηλή. Το 1987 άρχισε το Πρόγραμμα Δράσης του Ρήνου.

Πριν από λίγα χρόνια, σημαντική πρόοδος διαπιστώθηκε στην ποιότητα του νερού του Ρήνου, χάρη στις υψηλές επενδύσεις σε αποχετευτικά συστήματα και άλλα μέτρα για την μείωση της εισαγωγής επιβλαβών ουσιών. Έχει πιστοποιηθεί πως από το 1971 μέχρι το 1990 (UNESCO-UNEP, 1992):

  1. Το φορτίο των βιο-υποβιβαζουσών ουσιών μειώθηκε περισσότερο από 50%.
  2. Η μέση συγκέντρωση αμμωνίας, υδραργύρου, καδμίου μειώθηκε σε αποδεκτά επίπεδα.
  3. Η περιεκτικότητα σε βαρειά μέταλλα μειώθηκε αξιόλογα.
  4. Η συγκέντρωση οξυγόνου είναι κοντά στο σημείο κορεσμού.
  5. Το φορτίο χλωρίου σταθεροποιήθηκε, σε υψηλό όμως επίπεδο.
  6. Η αφθονία σε είδη αυξήθηκε κατακόρυφα.


6.2.3 Ο ποταμός Τάμεσης

Ο ποταμός Τάμεσης και οι εκβολές του αποτελούν ενδιαφέρον παράδειγμα, λόγω της μακρόχρονης ιστορίας του (Camesa & Wheelarm, 1997). Ήταν ένας ποταμός κατάλληλος για ψάρεμα, που συντηρούσε ψαράδες και παρείχε τροφή στους κατοίκους της πόλης. Από το 1850 αυτή η εποχή τελείωσε, λόγω της ρύπανσης από ανθρώπινα και ζωικά απόβλητα.

Πρόοδοι στη διαχείριση των αποβλήτων οδήγησαν στη βελτίωση των συνθηκών κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και επιτεύχθηκε κάποια αποκατάσταση ιχθυοπληθυσμών. Όμως από το 1955 ο αυξημένος όγκος αποβλήτων οδήγησε πάλι την ποιότητα του νερού σε χαμηλά επίπεδα. Υδρόθειο απελευθερωνόταν από αναερόβιες περιοχές, και ο Τάμεσης έγινε ενοχλητικός για τους γύρω κατοίκους. Μέχρι και 70km γύρω από το Λονδίνο εξαφανίστηκαν τα ψάρια εκτός των χελιών. Αυτή η κατάσταση οδήγησε αναγκαστικά στη βελτίωση της διαχείρισης των οργανικών αποβλήτων και σταδιακά, μέσα σε μια δεκαετία, οι περιοχές γύρω από το Λονδίνο ξανααπόχτησαν αρκετό οξυγόνο, ώστε να επιβιώσουν τα ψάρια. Η επαναφορά της ποικιλίας των ψαριών έγινε παράλληλα με την επιστροφή της υδρόβιας ορνιθοπανίδας. Ωστόσο, με ανεπαρκείς σήμερα ενδείξεις, φαίνεται ότι παράλληλα είχε ήδη αποκατασταθεί και η πανίδα των ασπονδύλων.

Ο Τάμεσης λοιπόν αποτελεί ισχυρό παράδειγμα ταχύτητας με την οποία επανέρχονται πολύ ρυπασμένοι ποταμοί.


6.3 Η σημασία της διαχείρισης των παραποτάμιων εκτάσεων

H αποκατάσταση της λειτουργίας των ποτάμιων οικοσυστημάτων απαιτεί ξεκάθαρα να ενδιαφερθούμε και για την ποιότητα των παρόχθιων αλλά και των γύρω εκτάσεων της ξηράς.

Οι υγρότοποι είναι οι επιφανειακές αποθήκες νερού της λεκάνης απορροής. Άμεση είναι η εξάρτηση του νερού των υγροτόπων από την υδρολογία της λεκάνης. Οποιαδήποτε αλλοίωση συμβαίνει στη λεκάνη απορροής, θα προκαλέσει αλλοιώσεις στον υγρότοπο. Κοινές αλλοιώσεις είναι: η καταστροφή ή υποβάθμιση της φυσικής βλάστησης (από πυρκαγιές, υπερβόσκηση, λαθροϋλοτομία, εκχερσώσεις κλπ), η κατασκευή αρδευτικών δικτύων, φραγμάτων, έργων εκτροπής ποταμών, δρόμων, βιομηχανικών και τουριστικών εγκαταστάσεων, η ανεξέλεγκτη απόρριψη αστικών και βιομηχανικών αποβλήτων. Οι αλλοιώσεις αυτές διαταράσσουν την εισροή ενέργειας και ύλης στο υγροτοπικό οικοσύστημα. Ακόμη και αν καταφέρουμε να κρατήσουμε τον ίδιο τον υγρότοπο χωρίς ανθρώπινη παρουσία, τα συμβαίνοντα στη λεκάνη απορροής θα εξακολουθούν να τον επηρεάζουν. Άρα η προστασία και η διαχείριση ενός υγροτοπικού οικοσυστήματος πρέπει κανονικά να περιλαμβάνει και την προστασία και διαχείριση όλης της λεκάνης απορροής. Συχνά είναι προτιμότερο να αρχίζει κανείς την εφαρμογή των μέτρων προστασίας του υγροτόπου από τη λεκάνη απορροής.

Τέλος μερικές φορές είναι απαραίτητο η προσοχή μας να επεκτείνεται και προς τις γειτονικές λεκάνες απορροής, διότι μπορεί να υπάρχει υδρολογική επικοινωνία μεταξύ ομόρων λεκανών (υπόγεια ύδατα) (Τσιούρης & Γεράκης, 1991).

Στους ποταμούς και στους υγροτόπους με τους οποίους συνδέονται, η προστασία των οχθών από τη βόσκηση είναι πολύ αποτελεσματική, όπως μαρτυρούν οι πολλές ευεργετικές λειτουργίες τους. Επι πλέον, η προστασία των παρόχθιων περιοχώναναμφίβολα προωθεί άμεσα την άγρια ζωή, με την παροχή εδαφικών ενδιαιτημάτων. Ο καθορισμός καλύτερου σχεδιασμού και πρακτικών διαχείρισης για τις παρόχθιες περιοχές προσφέρει μεγάλες προκλήσεις για περαιτέρω έρευνα (Peterson & Peterson 1992 – Osborne & Kovacic, 1993).

Eίναι μεγάλο πρόβλημα το τι πρέπει να γίνει για την αποκατάσταση των ευρείας κλίμακας ανθρώπινων παραμβάσεων στα ποτάμια συστήματα. Αλλαγμένα τοπία, ρυθμιζόμενες ροές και τεχνητά κανάλια μαρτυρούν τις τεράστιες αλλαγές στη δομή και τις λειτουργίες των ποταμών. Τα ωφέλη τους δεν είναι εύκολο να αντισταθμιστούν και θέτουν ξεκάθαρα μια τεράστια πρόκληση για την εφαρμογή οικολογικών και γεωμορφολογικών κανόνων στη διαχείριση των ποταμών.

Είναι φανερό ότι χρειάζεται ένα γενικό πλαίσιο προστασίας όλων των ποταμών, όπως συμβαίνει με τα πάρκα, τους Εθνικούς Δρυμούς και τις άλλες προστατευόμενες περιοχές των εδαφικών οικοσυστημάτων. Κάποια προστασία ήδη παρέχεται, στην περίπτωση που κάποιο ρεύμα διέρχεται από προστατευόμενη περιοχή, ή στην περίπτωση που (σε άλλες χώρες) ένα ποτάμι χαρακτηρίζεται ειδικά προστατευόμενο, με νομοθετικό χαρακτηρισμό. Πάντως ο βαθμός με τον οποίο τα ποτάμια επηρεάζονται από τα διαδραματιζόμενα στις λεκάνες απορροής τους, στις κοιλάδες τους και μέσα στο ρεύμα τους, υπογραμμίζει ότι η τμηματοποίησή τους δεν επαρκεί για την προστασία τους.

Μια επιτυχημένη στρατηγική πρέπει να περιλαμβάνει τη συνολική προστασία, από τις πηγές έως την παρόχθια ζώνη και τις εκβολές και έως τα ενδιαιτήματα που καλύπτουν τις ανάγκες μεμονωμένων ειδών. Καταφύγια υψηλής ποιότητας είναι μεγάλης σημασίας (Sedell et al., 1990), ιδιαίτερα σε τοπία που έχουν αλλάξει, και ατυχώς συχνά δεν μπορούμε να κατανοήσουμε επαρκώς τις απαιτήσεις τους, όσον αφορά την αποκατατάστασή τους, για να προγραμματίσουμε με σιγουριά. Συχνά, για την αποκατάσταση σε επί μέρους περιπτώσεις, πρέπει να προχωρούμε με μικρά βήματα και συνεχείς ελέγχους των αποτελεσμάτων.

Η προστασία της βιοποικιλότητας και της λειτουργίας των οικοσυστημάτων απαιτεί ένα σύνολο μέτρων που περιλαμβάνει μερικά μεγάλα αποθέματα υψηλής ποικιλίας, συνδυαζόμενα με μερικά μικρότερα σε προστατευόμενες (ελεγχόμενες) περιοχές, οι οποίες να προστατεύουν ειδικά ενδιαιτήματα. Τα κριτήρια για το σχεδιασμό των ελεγχόμενων περιοχών, και την ενσωμάτωση μεμονωμένων τέτοιων περιοχών σε ένα αποτελεσματικό δίκτυο, σπάνια έχουν υπολογιστεί για τρεχούμενα νερά, και σίγουρα αυτό αποτελεί μια επιτακτική ανάγκη (Moyle & Sato, 1991).


6.4 Διαχείριση πόρων νερού και νομοθεσία

Όπως έχει παρουσιαστεί σε προηγούμενα κεφάλαια, η ζήτηση νερού αυξάνεται ραγδαία σ’ όλο τον κόσμο και αντιμετωπίζονται σοβαρές περιπτώσεις έλλειψης νερού και ρύπανσης με δυσμενείς περιβαλλοντικές, βιωτικές και οικονομικές συνέπειες. Η κατάσταση σε πολλές χώρες είναι ήδη κρίσιμη. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού σε συνάρθροιση, και μαζί η ανεξέλεγκτη διόγκωση των αστικών, βιομηχανικών και γεωργικών δραστηριοτήτων. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω, παγκόσμια και τοπικά, είναι απαραίτητη μια ισχυρή διεθνής και εθνική νομοθεσία, παράλληλα με την ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης.

Η διαχείριση των πόρων νερού θα πρέπει να καλύπτει το σύνολο των απαιτήσεων για την παροχή νερού αποδεκτής ποιότητας και ποσότητας, ώστε να ικανοποιούνται οι απαιτήσεις των χρηστών, περιβαλλοντικά και οικονομικά.


6.4.1 Τοπική διαχείριση νερού

  • Η προσέγγιση των οικοσυστημάτων επιβάλλεται ως η βασική προϋπόθεση για τη διαχείριση του νερού. Η σχετική νομοθεσία πρέπει να προβλέπει ένα αναβαθμισμένο σύνολο τακτικών και πρακτικών διαχείρισης, που να συνδέουν τους ανθρώπους με το οικοσύστημα του οποίου είναι μέρος.
  • Μια άλλη σημαντική αρχή στη διαχείριση είναι οι χρήστες του νερού να παίρνουν μέρος στις αποφάσεις. Αυτή η συμμετοχή θα πρέπει να λειτουργεί αντανακλώντας τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και παρέχοντας αίσθημα υπευθυνότητας και πείρα στους χρήστες, ώστε οι τελικές αποφάσεις να είναι κοινωνικά δίκαιες και αποδεκτές.
  • Σημαντικό επίσης είναι το ότι η διαχείριση του νερού σ’ ένα τομέα, π.χ. τη γεωργία, δε μπορεί να απομονωθεί από τους άλλους τομείς. Απαιτείται ενιαία διαχείριση, δίνοντας ισορροπημένη προσοχή σ’ όλους τους τομείς και τα εμπλεκόμενα συμφέροντα, με μια περιβαλλοντική οπτική.

Σε πολλές χώρες αυτή η προσέγγιση ίσως είναι δύσκολο να επιτευχθεί, επειδή, ιστορικά, κάποιος χρήστης είναι δυνατότερος, έχει μεγαλύτερη και επικρατέστερη επιρροή, και είναι δύσκολο να εξισορροπηθούν τα συμφέροντα. Σε ξηρές περιοχές, για παράδειγμα, η χρήση του νερού για άρδευση είναι ζωτικής σημασίας και συνήθως επικρατεί στην πρακτική διαχείρισης.

  • Ένα μεγάλο εμπόδιο για την ισορροπημένη διαχείριση σε πολλές χώρες είναι η εμπλοκή των ευθυνών της χρήσης του νερού μεταξύ των διαφόρων υπουργείων και δημοσίων υπηρεσιών. Αυτό προκαλεί έλλειψη συντονισμού και συχνά διαφωνίες. Επίσης παρατηρείται άλλοτε ανταγωνισμός για το ποιός φορέας είναι αρμόδιος και άλλοτε αποποίηση ευθυνών. Αυτά τα γραφειοκρατικά προβλήματα είναι πολιτικής φύσεως και πρέπει να λυθούν από πολιτικούς.

Τα θέματα των υγροτόπων είναι από τη φύση τους πολύπλευρα (π.χ. υδρολογικά, γεωλογικά, γεωργικά, βοτανολογικά, χημικά κλπ) πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες είναι διεσπαρμένες σε πολλά ιδρύματα και υπηρεσίες. Η διασπορά των γνώσεων και πληροφοριών αποτελεί έναν από τους παράγοντες που εμποδίζουν την κατανόηση των υγροτοπικών οικοσυστημάτων και τη συνετή χρήση των υγροτοπικών πόρων και συντελεί σε μονόπλευρη αντιμετώπιση της διαχείρισής τους. Από παράδοση, τον πρώτο λόγο στη διαχείριση έχουν οι γεωπόνοι και οι πολιτικοί μηχανικοί. Γενικά οι επιστήμονες αυτοί δε γνώριζαν στο παρελθόν τις πολλαπλές αξίες των υγροτόπων, ούτε τις υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν και άλλοι επιστημονικοί κλάδοι (όπως η Ιχθυοπονία, η Βοτανική, η Θηραματική, η Ορνιθολογία, η Χωροταξία κ.ά.) στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των υγροτοπικών προβλημάτων. Δυστυχώς, στην ελληνική επιστημονική κοινότητα δεν είναι και καθόλου σπάνιο το φαινόμενο της κλαδικής και προσωπικής χωροκρατικότητας. Η εκπαίδευση στις αρχές της οικολογίας όλων των επιστημόνων που ασχολούνται με υγροτόπους, μπορεί να βοηθήσει πολύ και άρχισε να προωθείται εδώ και μερικά χρόνια σ’ όλες σχεδόν τις ανώτατες σχολές. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι όποιος έχει αυξημένες οικολογικές γνώσεις, ακόμη και σε επίπεδο καθηγητή Οικολογίας, δείχνει πάντα και στην πράξη την ανάλογη οικολογική ευαισθησία.

Η ανάγκη διεπιστημονικής μελέτης ενός υγροτόπου φαίνεται καθαρά από την παράθεση των συσσωρευμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζει ένας υποβαθμισμένος υγρότοπος, όπως η περιοχή της λίμνης Κάρλας σήμερα. Όμως αν εργασθεί ο κάθε ειδικός στο δικό του πρόβλημα μόνο, και δε λάβει υπ’ όψη του τις γνώσεις και γνώμες άλλων ειδικών, το αποτέλεσμα θα είναι να ανακύψουν επιπλέον προβλήματα. Αυτό είναι μια λογική πρόγνωση, που βασίζεται στο πώς αντιμετωπίσθηκαν κατά το παρελθόν θέματα όπως της Κάρλας.

Η έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ επιστημόνων διαφορετικών κλάδων, όχι μόνο δεν προωθεί την προστασία των υγροτόπων, αλλά μπορεί να προκαλέσει και ζημίες. Καλοπροαίρετοι τεχνικοί της ΔΕΗ, όταν ρωτήθηκαν τι μπορούν να κάνουν για τον Εθνικό Δρυμό Πρεσπών, σχεδίασαν ένα μικρό υδροηλεκτρικό έργο στο ποταμάκι του Αγίου Γερμανού. Τί οικολογικότερο, θα σκέφτηκαν: καθαρή ενέργεια, δηλαδή χωρίς αέριους ή υγρούς ρύπους. Εύλογη ήταν η απορία τους, όταν δέχθηκαν τις διαμαρτυρίες άλλων επιστημόνων, οι οποίοι τεκμηρίωναν ότι το έργο αυτό θα είχε, ειδικά για την περιοχή αυτή, δυσμενείς οικολογικές συνέπειες και ασήμαντη ωφέλεια για τους κατοίκους του Εθνικού Δρυμού. Το έργο ανεστάλη μεν, αλλά η περίπτωση δείχνει ότι οικολογικές αλλοιώσεις γίνονται και από άγνοια, παρά τις καλές προθέσεις.


6.4.2 Το Διεθνές Δίκαιο

Στον κόσμο υπάρχουν εκατοντάδες ποταμοί που το νερό τους μοιράζεται σε διαφορετικές χώρες. 214 ποτάμια έχουν καταχωρηθεί από τα Ηνωμένα Έθνη ως μεγάλα διεθνή ποτάμια. Περίπου το 40% του πληθυσμού παγκόσμια ζει σ’ αυτές τις λεκάνες των μεγάλων διεθνών ποταμών, που μοιράζονται σε δυο ή περισσότερες χώρες. Στην Ασία υπάρχουν 12 μεγάλες λεκάνες και 5 από αυτές χωρίζονται σε τέσσερις ή περισσότερες χώρες. Έχει αποδειχθεί πως εύκολα δημιουργούνται διαμάχες, όταν αυξάνουν οι πιέσεις σχετικά με το νερό. Ένας κοινός λόγος για τις διαμάχες αυτές είναι όταν μια πιο πάνω χώρα ρυθμίζει ή μολύνει τα νερά, προκαλώντας δυσμενείς συνέπειες στην πιο κάτω χώρα. Τέτοια παραδείγματα είναι οι διαμάχες μεταξύ Ινδίας και Μπαγκλαντές, μεταξύ Αργεντινής και Βραζιλίας, και μεταξύ Τουρκίας, Συρίας και Ιράκ.

Το μοίρασμα των υπόγειων νερών μπορεί επίσης να προκαλέσει διαμάχες, όπως αυτές που συνέβησαν στην Αίγυπτο, το Σουδάν, το Τσαντ, την Αραβική χερσόνησο.

Δεν υπάρχει σήμερα αποτελεσματική διεθνής νομοθεσία για τη χρήση των ποταμών που μοιράζονται διάφορες χώρες. Αυτό που ισχύει είναι μία ποικιλία διεθνών διακηρύξεων και συμφωνιών που συχνά δεν τηρούνται. Το 1/3 από τα 214 μεγάλα διεθνή ποτάμια δεν έχουν καλυφθεί ακόμη από καμιά διεθνή συμφωνία και λιγότερα από 30 διέπονται από ολοκληρωμένες καθιερωμένες συμφωνίες όπως π.χ. ενιαίες υπηρεσίες και αρχές ποταμών.

Έτσι βρίσκουμε κάποια συνεργάσιμα σώματα νερού που λειτουργούν ορθολογικά, όπως στον Ρήνο ποταμό (μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας) και στις Μεγάλες Λίμνες (μεταξύ ΗΠΑ και Καναδά).


6.4.3 Εθνικές Νομοθεσίες

Πολλές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται περισσότερο για τα οικονομικά οφέλη των αγροτών και των βιομηχανιών παρά για την ασφάλεια του πόσιμου νερού. Για παράδειγμα, ένας νόμος της Γεωργίας του 1988 ορίζει πως οι αγρότες δεν ευθύνονται για τις ζημιές που προκαλούνται από τα χημικά που χρησιμοποιούν, ακόμη και αν είναι ιδιαίτερα απρόσεκτοι κατά τη χρήση τους. Η ΕΡΑ προτείνει να αντιμετωπιστεί τέτοιου είδους συμπεριφορά απαγορεύοντας τελείως αυτά τα χημικά, ακόμη και στις περιοχές που οι τοπικές αρχές αρνούνται κάθε ρύθμιση στη χρήση τους. Πολλοί πιστεύουν πως τα πολιτικά εμπόδια είναι πολύ μεγάλα για να ξεπεραστούν και πως ποτέ δεν θα υπάρξει αποτελεσματικός έλεγχος της ρύπανσης των νερών.

Μιά μεγάλη πρόκληση για το μέλλον θα είναι να συμπεριληφθούν «αρχές του οικοσυστήματος» στις εθνικές νομοθεσίες.

Η αλλαγή στη νομοθεσία είναι λογικά μιά αργή διαδικασία, με επιδράσεις στα οικονομικά συμφέροντα, που μπορούν να περιπλέξουν τις προσπάθειες. Ωστόσο στην Ευρώπη πολλές χώρες επένδυσαν πολύ χρόνο και προσπάθεια στην προετοιμασία νόμων, που θα έχουν περισσότερη σχέση με τις νέες οικολογικές αρχές. Σε μερικές χώρες, όπως ο Καναδάς και η Ολλανδία, έγινε, ή βρίσκεται σε εξέλιξη, συγκεκριμένη αναφορά στην προστασία του οικοσυστήματος στη νομοθεσία σχετικά με το νερό.

Η μορφή και το περιεχόμενο της νομοθεσίας θα ποικίλει, σύμφωνα με τις συνθήκες της καθε χώρας, όμως κάποιο είδος καθορισμένου σκελετού απαιτείται για την αποτελεσματική διαχείριση.

Γενική περιβαλλοντική νομοθεσία έχει εφαρμοστεί σε πολλές χώρες, και νόμοι και κανονισμοί ισχύουν για την προστασία των πόρων νερού. Υπάρχει όμως ένα αξιοσημείωτο κενό μεταξύ του νόμου και της εφαρμογής του. Σε πολλές υπό ανάπτυξη χώρες ο σκελετός είναι πολύ αδύνατος για αποτελεσματική πορεία. Η έλλειψη εκπαιδευμένου προσωπικού είναι συχνά ακόμη ένα σημαντικό εμπόδιο. Στην Ινδονησία π.χ. η ισχύουσα νομοθεσία σχετικά με τη ρύπανση του νερού θεωρείται ικανοποιητική. Η έλλειψη όμως οικονομικών πόρων, εργαστηρίων ελέγχου και εκπαιδευμένου προσωπικού εμποδίζει την κατάλληλη εφαρμογή.

Αλλά ακόμη και αν καλυφθεί το κενό και η εφαρμογή της νομοθεσίας εξασφαλίσει, με την αποτελεσματική φύλαξη, την προστασία των ποταμών, ένα άλλο θέμα προκύπτει: Η συνεχής παρακολούθηση των ποτάμιων (και όχι μόνο) οικοσυστημάτων, στο επίπεδο της βιοποικιλότητας. Χωρίς συνεχή παρακολούθηση από ειδικούς επιστήμονες των μεταβολών της αφθονίας και της ποικιλίας των οργανισμών των τοπικών βιοκοινωνιών, που αποτελούν και δείκτες της κατάστασης των οικοσυστημάτων και της ποιότητας του νερού, η προστασία και φύλαξη μοιάζουν να μην έχουν αντικείμενο.

Σύμφωνα με οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (94C 222/06 10-08-1994), όλα τα κράτη-μέλη της ήταν υποχρεωμένα να έχουν εγκαθιδρύσει, μέχρι το 1998, ένα εθνικό δίκτυο παρακολούθησης των ρεόντων υδάτων. Και ο ιδανικός τρόπος παρακολούθησης των ρεόντων υδάτων συνδυάζεται τόσο με βιολογικές όσο και φυσικοχημικές παραμέτρους (Λαζαρίδου-Δημητριάδου et al., 1997).


6.4.4 Σπαταλώντας λιγότερο νερό

Προς το παρόν οι νόμοι δεν προτρέπουν τον κόσμο να αλλάξει τις συνήθειές του, που οδηγούν στη σπατάλη του νερού. Για παράδειγμα, οι σωλήνες και οι βρύσες που στάζουν ευθύνονται για το 30% των απωλειών νερού. Δεν υπάρχει συνείδηση, αλλά ούτε και κίνητρα για κάποιον να διορθώσει τις διαρροές, από τη στιγμή που στις περισσότερες πόλεις το νερό είναι πολύ φτηνό.

Αυτοί που χρησιμοποιούν το νερό μιας συγκεκριμένης περιοχής θα πρέπει να πληρώνουν για τα μέσα ανάπτυξης. Θα αποφεύγουν να ρυπαίνουν το νερό γιατί θα πρέπει μετά να το καθαρίσουν ώστε να γίνει ξανά κατάλληλο για να το πιούν. Επίσης πρέπει να ενθαρρυνθούν να χρησιμοποιούν το λιγότερο καθαρό νερό ή το νερό που μετά από κάποια χρήση θεωρείται άχρηστο, για άλλες χρήσεις, όπως πχ πότισμα, ενώ το καθαρό θα χρησιμοποιείται μόνο για πόσιμο.

Περίπου το 30-50% του νερού ξοδεύεται άσκοπα. Αυτό το νούμερο θα μπορούσε να μειωθεί δραστικά.

Από το 1950 ως το 1980 το Ισραήλ μείωσε το ποσοστό σπατάλης νερού από 83% στο 5% ακολουθώντας νέες προηγμένες μεθόδους άρδευσης και εξοικονόμησης. Η πιο σημαντική αλλαγή στις μεθόδους ποτίσματος έγινε με τη μετάβαση από τον ψεκασμό στις σταγόνες. Όταν το νερό ψεκάζεται στον αέρα, περισσότερο από το μισό εξατμίζεται και πολύ λίγο φτάνει στα φυτά. Με τη χρήση συστημάτων άρδευσης με σταγόνες, με ειδικούς σωλήνες που ρίχνουν σταγόνες απ’ ευθείας στις ρίζες των φυτών, μειώθηκαν οι απώλειες. Από τότε που αυξήθηκε η τιμή του νερού το 1980, τα συστήματα αυτού του είδους έγιναν περιζήτητα.

Ένας περιβαλλοντολόγος είπε πως η παραγωγή της σοδειάς δε θα πρέπει να υπολογίζεται σύμφωνα με το έδαφος που χρειάστηκε, αλλά σύμφωνα με το νερό που καταναλώθηκε. (Karen Arms, 1994).

Πράξεις εξοικονόμησης, και άρα αύξησης της αποδοτικότητας στη χρήση του νερού, έχουν ως αποτέλεσμα μια μόνιμη οικονομία στην κατανάλωση του πόρου αυτού, προλαμβάνοντας έτσι την ανάγκη για έργα συλλογής επιπλέον νερού, όπως φράγματα, ταμιευτήρες, γεωτρήσεις κλπ (Postel, 1993).

Διάφορα προγράμματα εξοικονόμησης έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπως π.χ στην Ιερουσαλήμ, στην πόλη του Μεξικού, στην Καλιφόρνια, στο Πεκίνο, στη Σιγκαπούρη, στη Βοστώνη, στη Μελβούρνη, επιτυγχάνοντας ποικίλα ποσοστά εξοικονόμησης νερού που κυμαίνονται από 14% μέχρι και 30%, μετά από εφαρμογή μέτρων, όπως η επιβολή προδιαγραφών στις υδραυλικές εγκαταστάσεις και συσκευές των νοικοκυριών (καζανάκια χωρητικότητας μικρότερης των 6 λίτρων κλπ), οι επισκευές διαρροών στις παλιές σωληνώσεις, η αύξηση των τιμών του νερού, η εκπαίδευση του πληθυσμού σε θέματα εξοικονόμησης.

Η μέθοδος εξοικονόμησης είναι πιο εύκολη απ’ ότι φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι.

Κατά τη διάρκεια της ξηρασίας στην Καλιφόρνια, οι κάτοικοι μείωσαν την κατανάλωση νερού κατά περισσότερο από 65%. Αυτό έγινε ακολουθώντας κυρίως τη διαδοχική χρήση του νερού, πχ χρησιμοποιώντας το νερό που πλύναμε τα χέρια μας για πότισμα κλπ.

Κατά το έτος 2000 υπολογίζεται πως το 17% του παγκόσμιου πληθυσμού θα χρησιμοποιεί 300 με 400 λίτρα ανά άτομο και ημέρα, ενώ το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού στην Αφρική και την Ασία θα χρησιμοποιούν λιγότερο από 50 λίτρα ανά άτομο και ημέρα. Στους υπολογισμούς αυτούς όμως περιλαμβάνονται όλες οι χρήσεις νερού.

?ι κατά κεφαλή διαφορές στην κατανάλωση νερού αντικατοπτρίζουν όχι μόνο τη διαθεσιμότητά του, αλλά και την προσβασιμότητά του (μερικά χιλιόμετρα περπάτημα ημερησίως δεν είναι κάτι σπάνιο για προμήθεια νερού στον Τρίτο Κόσμο) καθώς και το κόστος του.

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ: 26

Αφαλάτωση

Αλατούχο νερό (ή σκληρό νερό) είναι αυτό που περιέχει διαλυμένες στερεές ουσίες σε μεγάλες ποσότητες. Συμπεριλαμβάνεται το γλυφό και το θαλασσινό νερό. Το αλατούχο νερό είναι πολύ αλμυρό και δεν πίνεται. Επίσης εάν χρησιμοποιηθεί για πότισμα, καταστρέφει το έδαφος.

Η διαδικασία που ακολουθείται για την απομάκρυνση των αλάτων λέγεται αφαλάτωση.

Οι δύο κύριες μέθοδοι είναι η απόσταξη και η όσμωση. Στην μέθοδο της απόσταξης χρησιμοποιούμε τη θερμότητα ώστε να εξατμιστεί το νερό, και να διαχωριστεί από τα άλατα. Στη μέθοδο της όσμωσης χρησιμοποιείται η οσμωτική πίεση, ώστε το νερό κατά κάποιο τρόπο φιλτράρεται από μία μεμβράνη, που δεν την διαπερνούν τα άλατα, αλλά μόνο το καθαρό νερό.

Σε πλεούμενα συναντάμε μικρά συστήματα αφαλάτωσης που χρησιμοποιούνται σε καταστάσεις ανάγκης. Αυτά λειτουργούν συνήθως με την βοήθεια του ήλιου, που προκαλεί θερμότητα και επιτυγχάνεται η απόσταξη. Σχεδόν όλο το νερό που καταναλώνεται σε ερημικές περιοχές, όπως η Σαουδική Αραβία, παράγεται με τη μέθοδο της αφαλάτωσης. Μετά από την ξηρασία που έπληξε τις πόλεις της Καλιφόρνιας (ΗΠΑ) το 1980, κατασκευάστηκαν εκεί εγκαταστάσεις αφαλάτωσης.

Μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των νερών, παγκοσμίως, προέρχεται από την αφαλάτωση. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας του μεγάλου κόστους παραγωγής. Το νερό που παράγεται με αυτό τον τρόπο δε θα είναι ποτέ προσιτό, όσον αφορά την τιμή, για χρήσεις όπως το πότισμα.


6.4.5 Η ελληνική πρακτική

Σε πείσμα της προηγούμενης διεθνούς εμπειρίας, στην Ελλάδα ατυχώς το «επεκτατικό» μοντέλο έχει περισσότερους οπαδούς, σε σχέση με το «εξοικονομητικό» (Μοδινός, 1994). Για την Αθήνα είναι χαρακτηριστικότατη η Οδύσσεια της αναζήτησης νερού που οδήγησε από τη λίμνη του Μαραθώνα, στη λίμνη της Υλίκης λίγο μακρύτερα, στη συνέχεια ακόμη πιο μακριά, στο Μόρνο, και τέλος στις ημέρες μας συμπληρώνεται με τα έργα εκτροπής των νερών του Ευήνου. Και ενώ οι υπόγειοι ορίζοντες υποχωρούν στο λεκανοπέδιο – η κατανάλωση της Αθήνας εξαρτάται κατά 80% από υδρομάστευση γεωτρήσεων – οι αρμόδιοι αντί να συζητήσουν όλα τα μέτρα εξοικονόμησης νερού που η παγκόσμια εμπειρία έχει φέρει στην επικαιρότητα, προσανατολίζονται προς νέες «επεκτατικές» περιπέτειες μεταφοράς επιπλέον ποσοτήτων νερού από το Σπερχειό, τον Αχελώο (αχ αυτός ο Αχελώος!), τη λίμνη Τριχωνίδα κλπ.

Η Θεσσαλονίκη φαίνεται να ακολουθεί δειλά τον ίδιο δρόμο. Ο υγρότοπος της Αραβησσού ήταν το πρώτο θύμα των «υδατο-ιμπεριαλιστικών» ορέξεων της δεύτερης σε μέγεθος ελληνικής μεγαλούπολης, ενώ στο μέλλον ίσως ακολουθήσει η Βόλβη αλλά και (γιατί όχι;) η Πρέσπα (Γεράκης, 1990).

Η περίπτωση της Αραβησσού ήταν μια κλασική περίπτωση διαμάχης μεταξύ ενός αστικού κέντρου, της Θεσσαλονίκης που «αθηνοποιείται» σπαταλώντας το νερό, και της περιβάλλουσας υπαίθρου η οποία το στερείται. Αν το «επεκτατικό» μοντέλο συνεχίσει να εφαρμόζεται, το μέλλον επιφυλάσσει πολλές τέτοιες συγκρούσεις.

Τέλος να σημειωθεί πως κάθε προσπάθεια αύξησης της ποσότητας του νερού που προορίζεται για αστικές χρήσεις, προκαλεί και μια αντίστοιχη αύξηση των ποσοτήτων των προς κατεργασία υγρών αστικών λυμάτων, τα οποία σε καμιά περίπτωση δεν είναι λιγότερα του 70 ή 80% των αρχικά χρησιμοποιούμενων ποσοτήτων νερού.

Τι οδήγησε μέχρι τώρα και τί θα οδηγήσει στο μέλλον στην αλλαγή αυτής της πολιτικής

  • ένα μέρος της αλλαγής οφείλεται στην ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην υποχρέωση συμμόρφωσης προς τις κοινοτικές οδηγίες.
  • ένα άλλο μέρος οφείλεται σε λιγότερο ήπιες πιέσεις, από διεθνείς, ξένους και εθνικούς μη-κυβερνητικούς οργανισμούς, που ενδιαφέρονται για την προστασία της φύσης.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων παρεμβάσεων από μη-κυβερνητικές οργανώσεις αποτελεί η ματαίωση κατασκευής πίστας αγώνων αυτοκινήτου κοντά στο Αιγίνιο, το 1991, στην προστατευόμενη από τη συνθήκη Ramsar περιοχή των δέλτα Αξιού-Λουδία-Αλιάκμονα.

Τα ποτάμια προβάλλονται ως υγρότοποι και γίνονται περισσότερο γνωστά, χάρη στις προσπάθειες μη-κρατικών οργανώσεων που ασχολούνται με τη φύση, αλλάζοντας τη λαθεμένη επικρατούσα εικόνα, που τα θεωρεί απλά ως κανάλια με νερό, χωρίς ζωή μέσα και γύρω απ’ αυτά.

Μια περίπτωση πίεσης από το κοινό και τα Μ.Μ.Ε. ήταν την περίοδο 1988-91, κατά την κατασκευή του σταθμού επεξεργασίας λυμάτων της πόλης της Θεσσαλονίκης. Το σχέδιο προέβλεπε την παροχέτευση των επεξεργασμένων λυμάτων στον ποταμό Αξιό, όπου θα γινόταν διάχυσή τους. Όμως η αυξομειούμενη ροή του ποταμού λόγω κλιματολογικών συνθηκών και έντονων αρδεύσεων από τα νερά του ποταμού κατά τους θερινούς μήνες, έκαναν αυτό το σχέδιο επικίνδυνο για το ποτάμι και τη δημόσια υγεία. Μετά από έντονη πίεση, επικράτησε τελικά η σύνεση και το επικίνδυνο σχέδιο τροποποιήθηκε.

  • Στη δεκαετία του ‘90 ένα πολύ θετικό βήμα προς την κατεύθυνση προστασίας των υγροβιοτόπων ήταν η αναγκαστική συμμόρφωση της Ελλάδας και η ρύθμιση της νομοθεσίας της σχετικά με τη μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των υπό κατασκευή έργων, δηλαδή μια προεκτίμηση πριν από την τεχνική μελέτη, για τις επιδράσεις που θα έχει το έργο πάνω στο περιβάλλον, όταν θα πραγματοποιηθεί. Έτσι, αν κριθεί αναγκαίο, μπορεί εύκολα να εγκαταλειφθεί ή να τροποποιηθεί το σχέδιο του έργου, και να προληφθούν ή να ελαχιστοποιηθούν οι δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι υποχρεωτικό να δημοσιοποιούνται στο κοινό, είτε με δημοσίευση στον τύπο, είτε με κοινοποίηση έξω από τις νομαρχίες ή άλλες δημόσιες υπηρεσίες, και ο καθένας έχει δικαίωμα να υποβάλλει ένσταση για την κατασκευή του έργου.

Έτσι το κοινό μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, προβάλλοντας τεκμηριωμένες αντιρρήσεις και προλαβαίνοντας τις βλάβες στους υγροτόπους και στα ποτάμια συστήματα. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, πρέπει να έχουν γίνει συνείδηση οι υγροτοπικές αξίες του ποταμού, ιδιαίτερα από τους πολίτες που θα θιγούν άμεσα ή έμμεσα από την κατασκευή του έργου (τους ντόπιους ή τους κατοίκους των γύρω περιοχών), από τα αρμόδια στελέχη της δημόσιας διοίκησης και τους υπαλλήλους που θα εγκρίνουν τη μελέτη.

Θα πρέπει να υπάρχει δράση, για την αποφυγή συγκεκριμένων απειλών κατά της φύσης, με πίεση σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο για την ενεργοποίηση της προστατευτικής νομοθεσίας, για την προστασία των ποτάμιων οικοσυστημάτων και για την ορθή πολιτική διαχείρισής τους. Στο παρελθόν πολύ λίγες καταγγελίες έφθαναν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ σήμερα έχουν πολλαπλασιαστεί.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα ευαισθητοποίησης και ενεργού συμμετοχής του κοινού στην προστασία των ποταμών είναι τα παρακάτω:

Στις 8.10.1998 στον ποταμό Πηνειό, εκβράστηκαν για δεύτερη φορά σε διάστημα 20 ημερών χιλιάδες νεκρά ψάρια, τα οποία επέπλεαν, σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου από την κοινότητα Νομής. Οι κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι τα ψάρια πεθαίνουν από δηλητηρίαση, από χημικά που ρίχνουν ανεξέλεγκτα κάποιοι ασυνείδητοι παραγωγοί. Ο νομάρχης Τρικάλων χαρακτήρησε τραγικά τα κρούσματα αυτά και πρόσθεσε ότι «είναι υποχρέωση όλων μας να προστατεύσουμε το ποτάμι», καλώντας τους κατοίκους της περιοχής να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση, καθώς η αστυνόμευση στην περίπτωση αυτή είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. (Ζώη, από εφημ. «Ελευθεροτυπία», 1998).

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντίδρασης του κοινού, που απασχόλησε μακρόχρονα τον τύπο (ακόμη και μέχρι σήμερα), είναι η συζητούμενη εκτροπή του Αχελώου. Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν τόσο έντονες, που ακόμη και σήμερα το έργο δεν έχει πραγματοποιηθεί, αν και δεν ανακλήθηκε οριστικά.

Προϋποθέσεις όμως για μια τέτοιας μορφής δράση είναι:

  • Ευαισθησία.
  • Γνώση.
  • Συνειδητοποίηση των επιπτώσεων.
  • Προτεραιότητα στην ποιότητα ζωής.
  • Ενεργή συμμετοχή.

Η προστασία των ποτάμιων οικοσυστημάτων ως συλλογικών αγαθών είναι βασική συνταγματική επιταγή και αποτελεί χρέος της πολιτείας στα πλαίσια της διατήρησης του φυσικού περιβάλλοντος. Οι αρμοδιότητες προστασίας μπορούν να μεταβιβάζονται και σε μη-κρατικούς φορείς ή οργανώσεις δημόσιου χαρακτήρα, εφ’ όσον εξασφαλίζεται η ευρύτερη δυνατή λαϊκή συμμετοχή. Όμως πρέπει και η πολιτεία να αναγνωρίσει τη χρήσιμη συμβολή προς το σκοπό αυτό των εθνικών και διεθνών μη-κρατικών οργανώσεων προστασίας της φύσης.

Στη χώρα μας η υιοθέτηση νέων αντιλήψεων, στο πλαίσιο της βιόσιμης ανάπτυξης, συναντά αρκετές δυσκολίες που οφείλονται σε λόγους που έχουν να κάνουν με τη γενικότερη δομή του συστήματος πολιτικής εξουσίας και τη σχέση κράτους-κοινωνίας-περιβάλλοντος. Συνέπεια αυτού είναι η διάσταση ανάμεσα στη θεωρία και την πρακτική των θεσμών, ανάμεσα στις προθέσεις και τα αποτελέσματα. Το σύστημα χωλαίνει, όχι τόσο γιατί απουσιάζει η πολιτική βούληση, αλλά γιατί υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στο πεδίο της οργάνωσης και επεμβάσεις μεγάλων συμφερόντων. Αυτά έχουν να κάνουν με την κουλτούρα και τη νοοτροπία σε όλο το κοινωνικό σώμα, που πρέπει να θέτει ζήτημα όχι πολιτικής αλλά πολιτιστικής ανάπτυξης. Στη χώρα μας υπάρχει υπερεκτίμηση της νομοθεσίας και των δυνατοτήτων της, λησμονώντας ότι αυτή αποτελεί αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Η κοινωνική συναίνεση και αποδοχή των αποφάσεων που άπτονται κρισίμων περιβαλλοντικών θεμάτων είναι πολυσύνθετη και πολυδιάστατη. Δεν αρκεί μόνον η σχετική περιβαλλοντική εκπαίδευση, η οποία επιδρά κυρίως σε ατομικό επίπεδο. Χρειάζεται μια γενικότερη προσπάθεια αναβάθμισης των συμμετοχικών διαδικασιών σε κάθε τοπική κοινωνία, πράγμα που δε συμβαίνει βέβαια σήμερα. (Μπεριάτος, 1997).

ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:

  • Υποθέστε ότι η τιμή του νερού ακριβαίνει υπερβολικά. Τι μπορείτε να σκεφθείτε για να μειώσετε την προσωπική σας κατανάλωση νερού;
  • Ποιές είναι οι κυριώτερες πηγές νερού στην περιοχή σας; Ποιοί είναι οι κυριώτεροι χρήστες νερού; Πού καταλήγει το νερό μετά τη χρήση του;
  • Τι νομίζετε ότι θα συμβεί με την τιμή του νερού τα επόμενα 10 χρόνια;
  • Οι νόμοι της θερμοδυναμικής εξηγούν γιατί η αφαλάτωση δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει μια σημαντική πηγή νερού. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Back